Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Τιμητική εκδήλωση για τον Κωνσταντίνο Θανόπουλο και τον Δημήτρη Μαυρίδη

Ιστορικά και ιδεολογικά πλαίσια για την πόλη της Ξάνθης.

Ευχαριστώ το Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης για την εκδήλωση που με τιμά. Ευχαριστώ τον λαμπρό νέο ιστορικό καθηγητή Φωκίωνα Κοτζαγεώργη για τα καλά του λόγια.

Θα μπορούσα να πω ότι όσα εγώ έγραψα δεν είναι παρά σχόλια σε αυτό που κατόρθωσε ο Κωνσταντίνος Θανόπουλος το 1976.

Πέραν τούτου θα φανεί ίσως παράξενο αν σας πω ότι τα πέντε βιβλία που έχω γράψει για την Ξάνθη δεν στοχεύουν στην τοπική ιστορία. Εκείνο που με απασχο­λεί είναι γενικές αρχές που μεταφέρουν και διατηρούν σημασίες. Και οι σημασίες αυτές είναι συγκεκριμένες.

Η διατήρηση της Παλιάς Πόλης της Ξάνθης, λοιπόν, δεν αποτελεί για μένα ένα γεγονός με στενό τοπικό ενδιαφέρον, αλλά έχει βαρύτητα γενικότερη. Θα προσπαθήσω με απλά λόγια να εξηγήσω τι εννοώ.

Πρώτα-πρώτα, στη χωροταξική διάταξη της Ξάνθης διακρίνονται ακόμη οι βυζαν­τινές μυστικές αντιλήψεις για καθαγίαση του χώρου. Έπειτα, η πόλη, όπως διατη­ρείται, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα οικισμού της καθ’ ημάς Ανατολής. Αλλά είναι και το πληρέστερα διατηρούμενο στον ελλαδικό χώρο δομημένο παράδειγμα της κοινοτικής οργάνωσης του νεότερου Ελληνισμού κατά την ύστερη Τουρκο­κρατία. Κτίτορας της Ξάνθης είναι η ρωμαίικη κοινότητα με την καθοδήγηση της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι πόροι για την ανέγερση της πόλης προέρχονται από την εμπορική και οικονομική δραστηριότητα της κοινότητας. Η εκ βάθρων ανέγερσή της κατεστραμμένης από σεισμούς πόλης γίνεται από μπουλούκια οικο­δόμων. Αυτοί μεταφέρουν τον λαϊκό πολιτισμό του αναγεννημένου Νέου Ελληνι­σμού στην Ξάνθη. Μεγάλη είναι η κινητικότητα των πληθυσμών της πόλης, η οποία αποτελεί ένα καταφύγιο φυγάδων και προσφύγων. Στη διατηρούμενη Παλιά Πόλη της Ξάνθης απαντώνται στοιχεία της λαϊκής, της "αρχοντικής" και της εκκλησιαστικής ελληνικής αρχιτεκτονικής. Τα παραδοσιακά στοιχεία συνυπάρ­χουν με στοιχεία της κεντροευρωπαϊκής μπελ επόκ, της εκλεκτικιστικής αρχιτε­κτονικής των αστικών κέντρων της Οθωμανικής Αυτο­κρατορίας, αλλά και του νεοκλασσικισμού του Νέου Ελληνικού Κράτους. Η Παλιά Πόλη είναι ένα αρχιτε­κτονικό υβρίδιο, καθρέπτης της εξωστρέφειας του Ελληνισμού και του κοσμοπολι­τισμού των Ρωμηών της καθ’ ημάς Ανατολής, αλλά και τόπος αρμονικής συμβί­ωσης πληθυσμών με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές.
Έχουμε, δηλαδή, εδώ την ζώσα και ορατή παρουσία όσων συνιστούν την εθνική και πολιτισμική μας ιδιοπροσωπία: Βυζάντιο, Νέος Ελληνισμός, καθ’ ημάς Ανα­τολή, Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, Κοινότητες των Ρωμηών κατά την Τουρ­κοκρατία, Μικρασιατική Καταστροφή.

Όμως οι σημασίες που μεταφέρει η Παλιά Πόλη της Ξάνθης δεν αφορούν μόνο το ιστορικό περιβάλλον, αλλά απλώνονται και στη σύγχρονη προβληματική, όπως συνειδητά ή ασυνείδητα τη βιώνουμε.
Διαστημικοί δορυφόροι, ερτζιανά κύματα, ψηφιακή καλωδίωση, συστήματα πληροφόρησης υφαίνουν σήμερα ένα παγκόσμιο πλέγμα που απομακρύνει το εμπειρικό, το γνώριμο και το οικείο. Το παγκόσμιο αντικαθιστά το τοπικό. Το πρόσκαιρο καταργεί το ιστορικό. Ο τόπος φαίνεται να χάνει τη δύναμη του να αποκαλύπτει σημασίες. Η οικείωση είναι πια δύσκολη και γίνεται συνεχώς πιο σπάνια. Ο τόπος αποκτά πλέον χαρακτήρα διαδικαστικό κενό από σημασίες. Γίνε­ται χώρος που δεν είναι μόνιμος, που χρησιμεύει μόνο για να μας μεταφέρει εκεί που είναι ανάγκη να πάμε. Ο τόπος γίνεται μη τόπος. Ουσιαστική είναι η διαπί­στωση ενός μεγάλου σύγχρονου διανοητή ότι «η έλλειψη πατρίδας είναι σήμερα ένα παγκόσμιο πεπρωμένο». Η διαπίστωση αυτή δεν είναι ιδεολογική και έχει την εξήγησή της, πάντα κατά τον ίδιο διανοητή, στην αποχώρηση του ιστορικού στοι­χείου μέσα από το Είναι. Ο κόσμος βρίσκεται σήμερα μέσα σε ένα «διαρκές παρόν». Στα καθ’ ημάς, υπάρχει επί πλέον η πραγματικότητα του αστικού εφιάλτη, που εί­ναι το αντίθετο αυτού που κατά παράδοση ονομάζουμε πόλη, δηλαδή του οικι­σμού που ξεχωρίζει και ανυψώνεται γιατί διαθέτει μια χαρακτηριστική ψυχή.
Μετά το 1922, με την καταστροφή του ευρύτερου Ελληνισμού, η Ελλάδα περιορίζεται όλο και περισσότερο σε μια χώρα των συνόρων. Τα σύνορά μας δεν βρίσκονται πια μόνο στον Έβρο, το Αιγαίο ή την Κύπρο, αλλά και παντού εκεί όπου φθάνει η παιδεία μας, η αίσθηση του τόπου και η συνείδηση της ταυτότητας. Τα σύνορα παύουν να είναι γραμμικά και απλώνονται και διακλαδώνονται παντού στον εμπειρικό και στον νοητικό χώρο. Φαίνεται πια καθαρά ότι είναι απολύτως αναγκαίο να επασυνδεθούμε σταθερά με αυτό που μας καθορίζει.
Ιδού λοιπόν σήμερα εδώ μία πόλη σύνορο που στέκεται ως τόπος, απ’ όπου μπο­ρούμε να πλησιάσουμε αυτό που μας φαίνεται μακρινό, να συνδέσουμε το πρόσκαιρο με το διαρκές και να αντικαταστήσουμε το άξενο με το οικείο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: