Αρχαιότατη και με ιστορική βαρύτητα είναι η ιστορία της Ξάνθης. Ωστόσο, τα μνημεία και τα ίχνη του παρελθόντος μας είναι άγνωστα, αφού μάλιστα η συστηματική επιστημονική εργασία καθυστέρησε πολλά χρόνια, μέσα στα οποία η οικοδομική δραστηριότητα και πρόοδος, δημιούργησαν στο περιβάλλον της Ξάνθης μία επαναστατική μεταβολή, που απειλεί να αλλάξει τον χαρακτήρα και τη γραμμή του ανθρώπινου τοπίου.
Η απειλή αυτή οφείλεται
στην επέμβαση του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον.
Εκείνα που γνωρίζουμε
για διάφορους τόπους της Ξάνθης αποτελούν ένα αίνιγμα που περιμένει αυτόν που
θα το λύσει. Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες και τα ευρήματα που έχει στη
διάθεσή της η επιστημονική έρευνα. Πρόκειται για μια terra incognita.
Στα άγνωστα για μας προϊστορικά χρόνια, η ιστορία της Ξάνθης
περιορίζεται στα λίγα μεγαλιθικά μνημεία που βρίσκονται στην επιφάνεια του
εδάφους στην ορεινή Ροδόπη. Μόλις τελευταία, η προσοχή των επιστημόνων
συγκεντρώθηκε σε μεγάλο παλαιολιθικό οικισμό που βρίσκεται στο νότιο ορεινό
τμήμα της Ροδόπης, ακριβώς πάνω από τα
Κιμμέρια και μάλιστα σε μικρή απόσταση από την Ξάνθη, που έχει κτιστεί στις
υπώρειες του όρους Ροδόπη. Το σημείο,
στο οποίο υπάρχουν πενιχρά ίχνη ενός αρχαίου παλαιολιθικού οικισμού, ήταν πάντα
επικίνδυνο επειδή βρισκόταν κοντά στη θάλασσα και μπορούσε εύκολα να προσβληθεί
από πειρατές, επιδρομείς και εισβολείς και χρειαζόταν ισχυρή προστασία.
Ένα σημαντικό ζήτημα
είναι η χρονολόγηση και η ταύτιση των άφθονων τύμβων που υπάρχουν σε όλη τη
Θράκη και ιδιαίτερα στην περιοχή των Αβδήρων κοντά στη θάλασσα. Οι τύμβοι αυτοί
βρίσκονται σε ομάδες ή μεμονωμένοι σε σημεία που αλλάζουν τη μορφολογία των
βουνών της Θράκης και τη γραμμή του ορίζοντα. Οι τύμβοι έχουν υποστεί κατά το
πλείστον λεηλασία από τους αρχαιοκάπηλους και τους κυνηγούς θησαυρών και έχουν
παραμορφωθεί από τις επεμβάσεις τους. Διατηρούν όμως το μυστήριό τους και
αφορούν κατασκευές πολλών αιώνων από την προϊστορική εποχή μέχρι την κλασική
εποχή.
Από την κλασική εποχή
φαίνεται ότι ο φτωχός οικισμός της Αρχαίας Ξάνθειας βρισκόταν στη σφαίρα
επιρροής των Αβδήρων, αποικίας της Τέω, ιωνικής πόλης ιδρυμένης από τους
Κλαζομένιους, οι οποίοι αναγκάστηκαν να φύγουν, όταν νικήθηκαν από τις τοπικές
φυλές. Τη φυγή των Κλαζομενίων ακολούθησε νέος εποικισμός από τους φυγάδες αυτή
τη φορά της Τέω της Ιωνίας, που ήθελαν να αποφύγουν τον περσικό ζυγό.
Τα Άβδηρα αναπτύχθηκαν
ταχέως και απέκτησαν μεγάλο πλούτο χάρη στο εμπόριο του αργύρου, τον οποίο τους
προμήθευαν οι θρακικές φυλές του Παγγαίου.
Κατά την αρχαία
ελληνική μυθολογία, της οποίας η ανάμνηση κρατήθηκε ζωντανή μέχρι τον
προπερασμένο αιώνα, η περιοχή της Ξάνθης ήταν το πεδίο πάνω στο οποίο
διαδραματίστηκαν λίγα από τα δημοφιλή διηγήματα της ελληνικής μυθολογίας. Ο
Ηρακλής βρισκόταν στον έκτο άθλο του. Στη Θράκη, που κατοικούσαν ημιβάρβαροι
αγρότες, βασίλευε ο Διομήδης, γιος του
θεού Άρη. Ο θεός Άρης είχε χαρίσει στον Διομήδη τέσσερα άλογα, που αντί για
χορτάρι έτρωγαν ανθρώπους. Φαίνεται ότι τα άλογα αυτά τρέφονταν με τους ξένους
επισκέπτες που φιλοξενούσε ο Διομήδης στο παλάτι του. Όταν ο Ηρακλής έφτασε στο
παλάτι του Διομήδη στη Θράκη, ο Διομήδης προσπάθησε να τον ρίξει τροφή στα
άλογα. Επιτέθηκε στον Ηρακλή με σκοπό να τον σκοτώσει, αλλά ο Ηρακλής σκότωσε
τον Διομήδη έξω από τους στάβλους και τον πέταξε στα άλογά του, τα οποία τον
κατασπάραξαν. Έτσι, ο Ηρακλής κατάφερε να τιθασεύσει τα άλογα και να τα πάει
στην Πελοπόννησο. Τα μανιασμένα άλογα του Διομήδη συγκρίνονται με τη σημερινή
κατάσταση στο νομό Ξάνθης, όπου το ποτάμι της Ξάνθης, ο Κόσσινθος που διασχίζει
την πόλη, περνά μέσα από στρώματα ραδιενεργού γρανίτη και δημιουργεί στους
κατοίκους της πόλης που πίνουν το νερό του, συχνά κρούσματα εγκεφαλοπάθειας
(σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια και νόσος Creutzfeldt-Jakob). Οι στατιστικολόγοι στην
Ευρώπη ανησύχησαν, οπότε απεστάλλει επιστημονική επιτροπή, η οποία επιβεβαίωσε
τα αποτελέσματα και δικαιολόγησε τις προφυλάξεις, που ο ιατρικός κόσμος είχε
επιβάλει στη νοσηλεία των αρρώστων της περιοχής.
Κατά την κατάκτηση της
Θράκης από τους Ρωμαίους, η Ξάνθεια ήταν ένας φτωχός με μέγεθος χωριού
οικισμός. Κατά τη βυζαντινή εποχή η Ξάνθεια γνωρίζει κάποιο πλούτο, ενώ
οχυρώνεται περιφερειακά. Τα ερείπια και οι πεσμένοι στο έδαφος πύργοι του
κάστρου της Ακρόπολης σώζονται μέχρι σήμερα. Η πόλη καταλαμβάνεται το 1375 από
τους Οθωμανούς Τούρκους, οι οποίοι εγκαθιστούν στην πεδιάδα Γιουρούκους
Τούρκους από την Ασία. Γρήγορα ο χριστιανικός πληθυσμός καταφεύγει στην
οχυρωμένη Ξάνθη και προσπαθεί να
επιβιώσει. Η Ξάνθη είναι από τα λίγα παραδείγματα μιας πόλης που ενώ
κατελείφθει από Τούρκους χωρίς να χάσει τον ιδιαίτερο χριστιανικό της
χαρακτήρα.
Τη βυζαντινή περίοδο
αναγείρονται τα τέσσερα μοναστήρια που σχηματίζουν Σταυρό πάνω από την πόλη. Τα
μοναστήρια αυτά εντάσσονται στη μυστική
βυζαντινή πρακτική των σταυράτων και περικλείουν προστατευτικά την Ξάνθη μετά
τη Γαλλική Επανάσταση, το 1789.
Τους ταραγμένους αιώνες
πριν την τελική πτώση του Βυζαντίου η Ξάνθη βρίσκεται κοντά στον πυρήνα της
αναταραχής που συγκλόνιζε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Οι Σλάβοι και οι Τούρκοι
πιέζουν αποπνικτικά τα σύνορα της Αυτοκρατορίας. Ακόμη και η ληστρική κομπανία
των Καταλανών κατέλαβε το 1305 την περιοχή της Ξάνθης.
Η Ξάνθη και η περιοχή
της καταλήφθηκαν το 1373 από τους Οθωμανούς Τούρκους συνοδευόμενους από
Γιουρούκους νομάδες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην πεδιάδα της Ξάνθης. Η
Γενισέα ή Καρα-Σού, νέα πόλη του Νέστου. Η πόλη αυτή διέθετε δύο λαμπρά τεμένη
και ιδρύθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1373‑74. Αυτό έγινε παρά την
πρακτική των Οθωμανών να μην ιδρύουν νέες πόλεις, αλλά να μετοικούν στα παλιά
βυζαντινά αστικά κέντρα.
Δημιουργήθηκε έτσι ένα
οικονομικό και διοικητικό δίπολο Γενισέας-Ξάνθης με τη Γενισέα να είναι ένα
μουσουλμανικό διοικητικό κέντρο και την Ξάνθη να παραμένει χριστιανική,
κατοικούμενη ως επί το πλείστον από τους χριστιανούς φυγάδες των υποταγμένων
περιοχών της νότιας Θράκης. Είναι ενδιαφέρον ότι ο πλούτος που συγκεντρώθηκε
στην Ξάνθη συνέχισε να υπάρχει μέχρι τους καταστροφικούς σεισμούς του 1829, οι
οποίοι διαρκούν μήνες. Η πόλη της Ξάνθης και η γειτονική Γενισέα
καταστρέφονται. Οι ξανθιώτες έμποροι της Γενισέας καταφεύγουν στην Ξάνθη. Το
κέντρο βάρους του δίπολου Ξάνθη-Γενισέα μετακινείται προς την Ξάνθη. Τους
εμπόρους ακολουθούν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και η Ξάνθη γίνεται το νέο
διοικητικό κέντρο της περιοχής (Καζάς). Η Ξάνθη γίνεται σπουδαία γιατί το
εμπόριο του καπνού συγκεντρώνεται στην ίδια. Είχε αρχίσει ήδη η ανέγερση
καπναποθηκών στην Ξάνθη, οι οποίες σε λίγα χρόνια ήταν πολύ μεγαλύτερες και
περισσότερες από αυτές της Γενισέας, ως αποτέλεσμα της οικονομικής κυριαρχίας
της Ξάνθης και την παρακμή της Γενισέας. Προσπάθεια των Βουλγάρων να αποστείλει
εργατική μάζα στην Ξάνθη, ώστε να αλλοιωθεί η σύνθεση του πληθυσμού απέτυχε
μπροστά στην αντίδραση της Εκκλησίας, των εμπόρων, των εργατών και της
οθωμανικής διοίκησης. Έτσι η Ξάνθη, παρέμεινε ελληνικός τόπος.
Η οικονομική ισχύς της
Ξάνθης συνεχίζει να αυξάνεται παρά την ευνοϊκή στάση της διοίκησης προς τη
Γενισέα. Ταυτόχρονα, οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ βοηθούν τους
κατοίκους της Ξάνθης να εισέλθουν στην κερδοφόρο αγορά του καπνού, περί το
1830. Η Ξάνθη γνωρίζει μία πρωτοφανή συγκέντρωση πλούτου. Νέες καπναποθήκες
αναγείρονται, νέες συνοικίες κατοικούμενες από μετανάστες, κυρίως από την
Ήπειρο και την Μακεδονία που συρρέουν και η πόλη γίνεται ένα ελληνικό
οικονομικό κέντρο υπό οθωμανική διοίκηση.
Ο εκσυγχρονισμός της Ξάνθης επηρεάζεται από τα ευρωπαϊκά οικονομικά
κέντρα με τα οποία βρισκόταν σε επαφή η εμπορική τάξη της πόλης, εμπορευόμενη
τα καλύτερα καπνά του κόσμου. Περιουσίες σχηματίζονται, ικανοί επιχειρηματίες
αναδύονται και η πόλη γνωρίζει μια πρωτοφανή ανάπτυξη και αστικοποίηση.
Απομεινάρια εκείνης της εποχής είναι τα γοητευτικά μέγαρα των καπνεμπόρων και
γενικά η λεγόμενη σήμερα Παλιά Πόλη της Ξάνθης. Παρά το ότι η πόλη σχεδόν στο
σύνολό της μετά το 1976 είναι διατηρητέα, η φθορά του χρόνου και ο
εκσυγχρονισμός τείνουν να αλλάξουν τον χαρακτήρα της.
Κατά τον Πρώτο
Παγκόσμιο Πόλεμο η Ελλάδα βρίσκεται στο κέντρο της διαμάχης μεταξύ των δύο
αντίπαλων παρατάξεων που υποστήριζαν τις αντίθετες απόψεις της αναπόφευκτης
συμμετοχής της χώρας σε μία από τις δύο παρατάξεις. Το αποτέλεσμα είναι οι δύο
βουλγαρικές κατοχές, οι οποίες έδωσαν το τελικό χτύπημα στην ευημερία της
πόλης. Η Ξάνθη απελευθερώθηκε στις 4.10.1919.
Το 1923, με την
υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης παγιώνεται η ελληνική κυριαρχία στην πόλη και
το ποσοστό των Ελλήνων γίνεται υψηλό. Η Ελλάδα είναι πλέον στον Μεσοπόλεμο μία
χώρα με εθνική ομοιογένεια και έχει επιλέξει την εκβιομηχάνιση σαν κύριο στόχο
για το μέλλον. Το 1922-24 χιλιάδες φυγάδες πρόσφυγες από την πάλαι ποτέ
Ελληνική Ανατολή συρρέουν στην πόλη και στο αγροτικό ύπαιθρο και αναζητούν
εργασία και στέγαση. Η Ξάνθη είναι μία βιομηχανική πόλη με πλήθος εργατών και
επενδύσεις υψηλού προϋπολογισμού, που σήμερα διακρίνονται στη Συνοικία των
Καπναποθηκών με τον όγκο των κτηρίων και το τεχνικό επίπεδο του εξοπλισμού, του
οποίου υπάρχουν ίχνη.
Κατά τον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο η Ξάνθη καταλαμβάνεται, όπως και όλη η Θράκη (με εξαίρεση τον
Έβρο), από τους Βουλγάρους αφού οι Γερμανοί διασπούν τη Γραμμή Μεταξά,
καταλαμβάνουν το Αιγαίο με τη Στρατιά List και
παραδίδουν την Θράκη στους Ιταλούς και στους Βουλγάρους.
Τα μεταπολεμικά χρόνια,
μετά τις περιπέτειες της δεκαετίας του ’40, η Ξάνθη αναπτύσσεται με γοργούς
ρυθμούς, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα.
Σήμερα η Ξάνθη
προσβλέπει προς το μέλλον και αναζωογονεί παλιές παραδόσεις και συνήθειες ενός
λαϊκού πολιτισμού.