Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009

Η σκοτεινή πλευρά της Σελήνης.

Παρά τις οικονομικές αβεβαιότητες, σχέδια για καινούργιες επισκέψεις του ανθρώπου στη Σελήνη βρίσκονται σε εξέλιξη. Έτσι, η ΝΑΣΑ σχεδιάζει να συνεχίσει το 2020 ό,τι διακόπηκε το 1972 με την τελευταία αποστολή του προγράμματος « Απόλλων ».Γίνεται μάλιστα και λόγος και για μελλοντική επανδρωμένη αποστολή στον Άρη. Σήμερα δεν θα ανταγωνίζεται βέβαια τη ΝΑΣΑ η Σοβιετική Ένωση, ούτε καν η Ρωσία, αλλά η Κίνα, η Ινδία, η Ιαπωνία και, τέλος, η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όπως λοιπόν διαβάζουμε στο Τime της 24.11.2008, η ΝΑΣΑ ήδη δαπανά 200 εκατομμύρια δολάρια μηνιαίως και χιλιάδες εργαζόμενοι συντονίζονται στη νέα προσπάθεια. Πάλι καλά θα λέγαμε, αφού τελευταία δεν ακούγονται ποσά μικρότερα από εκατοντάδες δισεκατομμύρια. Οπωσδήποτε, αυτό ηχεί άσχημα, αφού, παράλληλα, καμιά σοβαρή προσπάθεια δεν είναι γνωστό να γίνεται για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη με το φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Η Κίνα έχει ήδη ένα δορυφόρο γύρω από την Σελήνη και φιλοδοξεί να αποστείλει εκεί τους πρώτους Κινέζους μετά το 2017. Η Ινδία, χώρα που κατέχει προηγμένη τεχνολογία, αλλά και χώρα με εκατομμύρια αστέγους, σχεδιάζει την αποστολή σεληνιακού οχήματος. Η Ιαπωνία διαθέτει ήδη σεληνιακό δορυφόρο και ο Ευρωπαϊκός Διαστημικός Οργανισμός (ΕΣΑ) μελετά μια ρομποτική εγκατάσταση στή Σελήνη για το 2016 και τους πρώτους Ευρωπαίους να αφήνουν αποτυπώματα εκεί το 2024.

Ο χαρακτήρας των φιλοδοξιών αυτών είναι μάλλον προπαγανδιστικός και το ζητούμενο είναι αίγλη και κύρος. Τα κέρδη της επιστήμης δεν φαίνεται να δικαιολογούν το μέγεθος της προσπάθειας και της δαπάνης. Οι έρευνες και η συλλογή στοιχείων δεν απαιτούν την ανθρώπινη παρουσία στην επιφάνεια της Σελήνης, πράγμα τεχνολογικά περίπλοκο και δαπανηρό. Αυτοί που εισηγούνται και υποστηρίζουν τέτοια σχέδια είναι ομάδες πίεσης με οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. Τα ουτοπικά όνειρα και οι φαντασίες, που κατά καιρούς ακούγονται, ικανοποιούν την τάση για λατρεία της τεχνολογίας, τροφοδοτούν εθνικισμούς και αποκοιμίζουν την συνείδηση των πολιτών. Τα τεχνολογικά επιτεύγματα έχουν ανθρωπιστικό αντάλλαγμα. Η επίσκεψη αφιλόξενων κόσμων δεν εξυπηρετεί τίποτε. Η υπέρβαση των ορίων του ανθρώπου δεν αποτελεί πρόοδο αλλά είναι ύβρις. Είναι, άλλωστε, βέβαιο ότι η ανθρώπινη ύπαρξη δεν επιβιώνει μακροπρόθεσμα στο διαστημικό περιβάλλον, ενώ δεν φαίνεται δυνατή η ανάπτυξη τεχνολογίας για την παραμονή του ανθρώπου στη Σελήνη ή τα άλλα πλανητικά σώματα. Ακόμη, φαίνεται ότι η παρουσία του ανθρώπου δεν είναι αναγκαία κατά τις έρευνες που θα διεξαχθούν, αφού αυτές μπορούν να γίνουν, και γίνονται, από ρομποτικά συστήματα.

Η εμπειρία του προγράμματος «Απόλλων» δεν λαμβάνεται υπ όψη. Σήμερα, σαράντα χρόνια μετά την επιτυχή επίσκεψη του ανθρώπου στη Σελήνη, δεν υπάρχουν πολλοί λόγοι που την δικαιολογούν. Δεν ήταν παρά ένα επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου. Με εκείνο το φαραωνικού χαρακτήρα εγχείρημα οι ΗΠΑ απέδειξαν το άδικο της περιθωριοποίησης του Τρίτου Κόσμου, σπαταλώντας άσκοπα τεράστιους πόρους. Οι λόγοι για τους οποίους οι Αμερικανοί βρέθηκαν πάνω στην νεκρή επιφάνεια της Σελήνης δεν είχαν να κάνουν με την επιστήμη και τη γνώση. Τον πρόεδρο Κέννεντυ απασχολούσε το γόητρο των ΗΠΑ. Ο Μάκ Ναμάρα ήθελε να βοηθήσει την αεροδιαστημική βιομηχανία Ο πρόεδρος Τζόνσον και το Κονγκρέσο ανησυχούσαν για την εικόνα των ΗΠΑ στο Τρίτο Κόσμο. Η ΝΑΣΑ προσπαθούσε να διατηρήσει και να πολλαπλασιάσει τα παχυλά κονδύλια της αμερικανικής κυβέρνησης. Οι γερουσιαστές πάσχιζαν να εξασφαλίσουν εργολαβίες για τους ψηφοφόρους και τις πολιτείες τους και όλοι οι Αμερικανοί μαζί επιθυμούσαν να προλάβουν τους Ρώσους και τους Κομμουνιστές. Την ίδια εποχή και ενώ κυκλοφορούσαν φήμες ότι οι Ρώσοι σχεδίαζαν να αποστείλουν πύραυλο που θα διασκόρπιζε βαφή σε όλη την επιφάνεια της Σελήνης, ώστε να φαίνεται κόκκινη από τη Γη(!), κανείς δεν άκουγε τις λίγες λογικές φωνές που επισήμαναν ότι με το τρίτο του κόστους μπορούσαν όλοι οι φτωχοί Αμερικανοί να βρεθούν πάνω από το όριο φτώχειας. Ευτυχώς, η αμερικανική επιτυχία απέτρεψε το διαστημικό κίτς της κόκκινης Σελήνης και μας έδωσε ωραίες φωτογραφίες του πλανήτη Γη. Τελικά, η επιστημονική πλευρά του εγχειρήματος περιορίσθηκε σε μερικές πέτρες, που πλούτισαν τα ανά τον κόσμο Μουσεία Φυσικής Ιστορίας, και σε λίγες επιστημονικές εργασίες χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Στο τέλος της δεκαετίας του 1960 οι ΗΠΑ βρέθηκαν στο χείλος της χρεοκοπίας και με πλήθη μεταπτυχιακών και δοκτόρων που μπορούσαν να επιλύσουν περίπλοκες διαφορικές εξισώσεις, αλλά δεν ήταν κατάλληλοι για να χρησιμοποιηθούν στην παρακμάζουσα παραγωγική διαδικασία.

Αυτό που τελικά πέτυχε η φαραωνική εκείνη περιπέτεια των ΗΠΑ δεν ήταν η επέκταση των δυνατοτήτων του ανθρώπου, αλλά η πιστοποίηση των ορίων και της αδυναμίας του.

Ο οριενταλισμός δεν έχει μέλλον.


Η οικονομική κυριαρχία της Δύσης ως κέντρου και ο διαχωρισμός του κόσμου σε κέντρο -περιφέρεια φαίνεται σήμερα να αμφισβητούνται. Αυτό είναι το συμπέρασμα αφιερώματος της "Διπλωματικής Μοντ" τον Νοέμβριο του 2008.
Η παγκόσμια επέκταση και η κυριαρχία των ευρωπαϊκών αποικιακών δυνάμεων κατά τον 19ο αιώνα είναι η αρχή της διαίρεσης του κόσμου σε κέντρο -περιφέρεια και του διαχωρισμού του σε Βορρά-Νότο. Με μεγαλύτερο ιστορικό βάθος θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ασίγαστη τάση της Δύσης για απεριόριστη επέκταση και παγκόσμια κυριαρχία εμφανίζεται σαφής με τις Σταυροφορίες και την κατάλυση και τον διαμοιρασμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Για αιώνες μετά, εξερευνήσεις, εγκαταστάσεις αποίκων, κατακτήσεις, γενοκτονίες λαών και πολιτισμών και ανελέητη εκμετάλλευση θα αλλάξουν την όψη του κόσμου. Μία σημαντική καμπή αποτελεί η βιομηχανική επανάσταση. Η παρατήρηση του Σαιν Ζυστ "η ευτυχία είναι μια καινούργια ιδέα στην Ευρώπη", σηματοδοτεί την απαίτηση της νέας αστικής τάξης της Ευρώπης να απολαύσει τα αγαθά που μέχρι τότε αποτελούσαν προνόμιο των ευγενών. Αυτό σημαίνει την ανάγκη για εκμετάλλευση πόρων σε πλανητική κλίμακα. Η πολιτισμική, οικονομική και πολιτική παγκόσμια κυριαρχία της Δύσης επιβάλλεται και δικαιολογείται. Ιδεολογικές κατασκευές υποστηρίζουν την παγκόσμια επέκταση της Δύσης. Χαρακτηριστική είναι η αντίληψη του οριενταλισμού, κατά τον οποίο "η ευρωπαϊκή ταυτότητα είναι ανώτερη συγκρινόμενη με όλους τους μη ευρωπαϊκούς λαούς και πολιτισμούς". Ο οριενταλισμός επιβάλλει την ευρωκεντρική και δυτικοκεντρική αντίληψη και δικαιολογεί τον διαμοιρασμό και την εκμετάλλευση του κόσμου από την Δύση και το παγκόσμιο σύστημά της. Αντιπροσωπευτικός είναι ο αφορισμός του Χέγκελ: "Η παγκόσμια ιστορία ταξιδεύει από την Ανατολή στη Δύση˙ για την Ευρώπη είναι το οριστικό τέλος της ιστορίας και για την Ασία η αρχή της", όπως ενδεικτική είναι η ανάλυση του Μαρξ για τον "ασιατικό τρόπο παραγωγής". Η Ευρωπαϊκή Δύση κατορθώνει να προσαρμόσει το παγκόσμιο περιβάλλον στις ανάγκες και στις επιθυμίες της και να δημιουργήσει πρότυπα και παραδείγματα που βασίζονται σε ό,τι αποκαλέσαμε οριενταλισμό.
Σύμφωνα με τον Philip S. Golub, καθηγητή διεθνών σχέσεων στο πανεπιστήμιο Paris 8, ο καπιταλισμός, από τη φύση του διεθνιστικός, δημιουργεί το παράδοξο να επενδύει σε νέες αγορές κατασκευάζοντας ισχυρούς ανταγωνιστές. Η ελεγχόμενη είσοδος νέων αγορών στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα κατά τα τέλη του 20ου αιώνα επέτρεψε την Κίνα, την Ινδία και τη Βραζιλία να αποκτήσουν οικονομική ανεξαρτησία, παρά τη σχέση τους με τις οικονομίες των ΗΠΑ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ιαπωνίας. Η αναλογία της εσωτερικής εμπορικής δραστηριότητας στην Ανατολική Ασία αυξήθηκε από 40% το 1980, σε 50% το 1995 και είναι 60% σήμερα. Αυτό αρκεί για να αντιληφθούμε το πόσο ραγδαία περιορίζεται η εξάρτηση της Ανατολικής Ασίας από τις κεντρικές καπιταλιστικές αγορές, όπως και την εξασθένηση του μοντέλου κέντρο-περιφέρεια.
Κατά τον ίδιο σχολιαστή, οι ιεραρχίες που δημιούργησε η ευρωπαϊκή επέκταση τον 19ο αιώνα ανατρέπονται σήμερα και οδηγούν σε ένα πολυκεντρικό κόσμο, ανάλογο με αυτόν που υπήρχε τον 18ο αιώνα. Μέσα σε δύο γενεές οι νέες βιομηχανικές χώρες της Ανατολικής Ασίας ακολούθησαν το παράδειγμα της Ιαπωνίας και ξέφυγαν από τη μιζέρια του Τρίτου Κόσμου. Δύο τεράστιες χώρες της Ασίας , η Ινδία και η Κίνα, που διαθέτουν το 33% του παγκόσμιου πληθυσμού, αύξησαν το ποσοστό τους στο παγκόσμιο ακαθάριστο προϊόν από 3,2% το 1980, σε 13,9% το 2006, δηλαδή κατά 4,3 φορές. Την ίδια περίοδο το παγκόσμιο ακαθάριστο προϊόν αυξήθηκε τρεις φορές. Ανάλογα, η αγοραστική αξία του εισοδήματός τους αυξήθηκε από 3,3% του παγκοσμίου προϊόντος το 1980, σε 6,17% το 1990. Το ίδιο διάστημα, η αγοραστική δύναμη ανά κάτοικο των χωρών αυτών αυξήθηκε σε σταθερές τιμές 16 φορές στην Κίνα και 5 φορές στην Ινδία. Οι προοπτικές είναι ότι η συνολική παραγωγή πλούτου στην Ασία, που σήμερα αντιστοιχεί στο 34% του παγκόσμιου προϊόντος, θα φθάσει το 45% το 2020 για να αντιστοιχεί τότε, στο 20% για την Κίνα, το 9% για την Ινδία και 6,2% για την Ιαπωνία. Αυτά όλα σημαίνουν μια αναδιανομή του παγκόσμιου πλούτου προς όφελος των αναπτυσσομένων χωρών της Ασίας, οι οποίες και συσσωρεύουν γιγαντιαία αποθέματα ρευστού χρήματος. Σήμερα τα αποθέματα ρευστού στην Ασία αντιπροσωπεύουν το 70% των παγκοσμίων αποθεμάτων και είναι ρυθμιστές του κλονιζόμενου παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, στηρίζοντας τη Citigroup, τη Barclays και την UBS. Χαρακτηριστικοί των αντιλήψεων και των φιλοδοξιών των χωρών της Ασίας είναι οι πυρηνικοί εξοπλισμοί και τα διαστημικά προγράμματα της Ινδίας και της Κίνας. Ακόμη χαρακτηριστικότερη είναι η ανάπτυξη του πολεμικού στόλου της Κίνας, πάνω σε αντίληψη που βασίζεται σε γεωπολιτικές θεωρήσεις.
Η οικονομική ανάπτυξη των νέων αναδυομένων χωρών γίνεται με πρότυπα τις δυτικές αντιλήψεις της χωρίς όριο μεγέθυνσης και της εκμετάλλευσης των πόρων, ανεξάρτητα από την επάρκεια και την αναπλήρωσή τους. Είναι μια μορφή ανάπτυξης που επιδεινώνει το ήδη φορτωμένο με υπερβάσεις και υπερεκμετάλλευση περιβάλλον και τροφοδοτεί το πρόβλημα της υπερθέρμανσης του πλανήτη λόγω των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Τη μορφή και τους στόχους της ανάπτυξης υποστηρίζει η δυτική βιομηχανία του πολιτισμού, η οποία εξακολουθεί να κυριαρχεί σε παγκόσμιο επίπεδο και να διαδίδεται χάρη στην παθητική ψυχαγωγία. Με τη βοήθεια της τεχνικής μια μαζική δυτική παιδεία κυριαρχεί σε ολόκληρο τον πλανήτη και επιβάλλει τρόπους παραγωγής και κατανάλωσης. Ωστόσο, φαίνεται ότι και η πολιτισμική κυριαρχία της Δύσης θα τεθεί σε αμφισβήτηση. Σύμφωνα με τις αναλύσεις του Immanuel Wallerstein, τα αναγεννητικά κινήματα και η πολιτισμική επίδραση της περιφέρειας προς το κέντρο θα απειλήσουν την παγκόσμια πολιτιστική κυριαρχία της Δύσης, όπως σήμερα φαίνεται να απειλείται το παγκόσμιο σύστημά της.
Πρόκειται για την ανάδυση ενός νέου παγκοσμίου συστήματος ή για μια αναδιάταξη και ανανέωση του δυτικοκεντρικού συστήματος ; Θα ακολουθήσουν αναταραχές μέχρι το σύστημα να ισορροπήσει ; Ποιές θα είναι οι πολιτισμικές αναδιατάξεις ; και πόσο θα επιδράσουν πάνω στο πρόβλημα του περιβάλλοντος ;
Σύμφωνα με την ιστορική εμπειρία η ανατροπή των ισορροπιών και η μεταφορά του κέντρου βάρους συνεπάγονται διεθνείς κρίσεις και αντιπαραθέσεις. Οι Ναπολεόντιοι Πόλεμοι, οι δύο τρομεροί Παγκόσμιοι Πόλεμοι και ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν αποτελέσματα ανατροπών της παγκόσμιας ισορροπίας και αμφισβήτησης του παγκόσμιου συστήματος. Ωστόσο, μπορούμε σήμερα επιτέλους να είμαστε κάπως αισιόδοξοι. Σήμερα δεν υπάρχουν μόνο δύο παίκτες στον ανταγωνισμό για την αναδιανομή του παγκόσμιου πλούτου ή τη συγκρότηση ενός παγκόσμιου συστήματος. Έτσι φαίνεται πιθανή η κατακερμάτιση του κόσμου σε πολλά κέντρα. Σε ένα κόσμο γεμάτο προβλήματα, που δεν μπορούν να επιλυθούν σε επίπεδο υπερδυνάμεων, η διεθνής συνεργασία φαίνεται να είναι αναγκαία. Κατά τον Philip S. Golub η επιλογή της Κίνας να χρησιμοποιήσει τα ρευστά αποθέματά της για να στηρίξει τη Γουώλ Στρήτ έχει πολιτικές διαστάσεις: το Πεκίνο επιθυμεί να καθιερώσει δεσμούς αλληλεξάρτησης με τις ΗΠΑ. Η Δύση, συνηθισμένη να αποτελεί το κέντρο, θα πρέπει να αποδεχθεί ένα νέο, πολυκεντρικό κόσμο. Ο οριενταλισμός δεν έχει μέλλον.

Ο εκτουρκισμός των Ελλήνων Μουσουλμάνων.

Η δεκαετία του 1950 φαίνεται σήμερα να είναι η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας έγιναν οι κρίσιμες επιλογές και διαμορφώθηκαν οι συνθήκες, οι οποίες και καθόρισαν τη σημερινή πραγματικότητα της Μουσουλμανικής Μειονότητας στην Ελληνική Θράκη. Η μειονότητα αυτή συγκροτείται από τουρκογενή στοιχεία, απογόνους των Τουρκομάνων εποίκων που εγκαταστάθηκαν στη Θράκη τον 15ο αιώνα, τουρκοφανείς πρόσφυγες του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1877-1878 από τα Βαλκάνια, γηγενείς σλαβόφωνους Πομάκους που εξισλαμίσθηκαν τον 16ο αιώνα και τσιγγάνους Ρομά, που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ελληνική Θράκη τον 19ο και τον 20ό αιώνα.

 Η δεκαετία του 1950 ακολούθησε τον καταστρεπτικό ελληνικό εμφύλιο πόλεμο. Κατά τη διάρκειά της άρχισε μία μακρά περίοδος διακυβέρνησης της Ελλάδας από κυβερνήσεις του συντηρητικού πολιτικού χώρου, νικητή της εμφύλιας διαμάχης της περιόδου 1946-1949. Την ίδια εποχή σχηματοποιήθηκε η παγκόσμια αναμέτρηση μεταξύ των δυτικών δημοκρατιών και της χώρας που θέλησε να επιβάλει τον μαρξιστικό σοσιαλισμό σε παγκόσμιο επίπεδο. Τη δεκαετία του 1950 η Ελλάδα συνέχισε να βρίσκεται στο επίκεντρο του Ψυχρού Πολέμου. Αποτέλεσε μάλιστα μια χώρα στην πρώτη γραμμή της αντιπαράθεσης με εκτεταμένα σύνορα προς τις βαλκανικές σλαβικές χώρες, που έλεγχε η ΕΣΣΔ.

 Αμυντική επιλογή της χώρας υπήρξε η ένταξη στο δυτικό στρατόπεδο και η προσέγγιση προς την Τουρκία. Οι διαθέσεις και οι πολιτικές των όμορων σλαβικών χωρών κατά τον πρόσφατο εμφύλιο πόλεμο συνηγορούσαν σε μια τέτοια επιλογή. Παράλληλα, τμήμα της μειονότητας, οι μουσουλμάνοι Έλληνες Πομάκοι θεωρήθηκαν ως πιθανός μοχλός αποσταθεροποίησης της ελληνικής κυριαρχίας στη Θράκη από τη Βουλγαρία.

Την ίδια εποχή, και καθυστερημένα λόγω του εμφυλίου πολέμου, η Ελλάδα έθεσε την αυτοδιάθεση και Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ως δίκαια απαίτηση μετά τη στάση της κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ως ανάγκη που επέβαλε η παραίτηση της Μεγάλης Βρετανίας από την αποικιακή της αυτοκρατορία. Η ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ (1952) υποχρέωσε τη χώρα να υιοθέτηση το ιδεολόγημα της ελληνοτουρκικής φιλίας, προς χάρη του οποίου έγιναν σημαντικές παραχωρήσεις προς την σύμμαχο και φίλη τότε Τουρκία. Ωστόσο, η ελληνοτουρκική φιλία και η επιδίωξη της Ένωσης αποτελούσαν στόχους αντιφατικούς. Η έναρξη του ένοπλου αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου την 1η Απριλίου 1955 και η εφαρμογή του τουρκικού σχεδίου για τον αφανισμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης στις 6 Σεπτεμβρίου το 1955 επηρέασαν άμεσα την ασκούμενη από την Ελλάδα μειονοτική πολιτική. Αλλά, η ανατροπή της ισορροπίας στο επίπεδο των μειονοτήτων μεταξύ Ελλάδας–Τουρκίας δεν εμπόδισε το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο να επιχειρήσει ένα τρίτο πείραμα ελληνοτουρκικής φιλίας που οδήγησε, λίγο μετά το 1960, στην υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης–Λονδίνου και την ίδρυση του κυπριακού κράτους. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι εξελίξεις στο πολιτικό και το διπλωματικό πεδίο κατά την περίοδο αυτή όπως και οι ρυθμίσεις που έγιναν, οι σχετικές με την εκπαιδευτική πολιτική προς τη Μουσουλμανική Μειονότητα. Ή, με άλλα λόγια, το πώς η Τουρκία πέτυχε σε μεγάλο βαθμό τον εκτουρκισμό μιας μειονότητας που βρισκόταν έξω από τα σύνορά της.

Αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή την ηγεσία της Μουσουλμανικής Μειονότητας ανέλαβε ομάδα μουσουλμάνων που συντάχθηκαν με τον ελληνικό στρατό κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919-1922. Ηγέτης της ομάδας αυτής ήταν ο πρώην Σεϊχουλισλάμης του χαλιφάτου που κατήργησε το κοσμικό κράτος των κεμαλιστών. Μέχρι την ελληνοτουρκική προσέγγιση του 1930 οι νεωτεριστές είχαν πολύ μικρή επιρροή στους κύκλους της Μουσουλμανικής Μειονότητας στην Ελληνική Θράκη. Οι παλαιομουσουλμάνοι μάλιστα είχαν αναπτύξει αντικεμαλική δράση σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο. Μετά από απαίτηση της Άγκυρας η παλαιομουσουλμανική ηγεσία της μειονότητας απομακρύνθηκε το 1931 από την Ελληνική Θράκη χωρίς οποιαδήποτε ανταλλάγματα, εκτός από μια αόριστη υπόσχεση εξουδετέρωσης του τουρκοορθόδοξου Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, η οποία δεν τηρήθηκε. Κύριος λόγος για την αποκοπή της παλαιομουσουλμανικής ηγεσίας από τη Μουσουλμανική Μειονότητα ήταν η σημασία που αποδόθηκε στην ελληνοτουρκική φιλία.

 Από την εποχή εκείνη αρχίζουν οι διαδικασίες, οι οποίες καταλήγουν στην εμφάνιση της ετερογενούς Μουσουλμανικής Μειονότητας ως ενιαίου σύνολου, ώστε να φθάσουμε το 1952 στην παράδοση του εκπαιδευτικού συστήματος σε διαδικασίες εναρμονισμού προς την τουρκική πραγματικότητα. Στη συνέχεια η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου προχώρησε σε πλήρη εφαρμογή της αντίληψης ότι η Μουσουλμανική Μειονότητα είναι τουρκική και στην εφαρμογή της διδασκαλίας της τουρκικής γλώσσας σε όλα τα σχολεία για ολόκληρη τη μειονότητα. Οι Έλληνες Πομάκοι, οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με την Τουρκία, υποχρεώθηκαν να μάθουν τουρκικά. Η μορφωτική συμφωνία του 1954, βασίστηκε στην ελληνική αποδοχή της τουρκοποίησης της μειονότητας και την ανοχή της ελληνικής διοίκησης προς τις δραστηριότητες του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής. Η επιβολή της τουρκικής εθνικής συνείδησης έγινε λοιπόν μέσω της εκπαίδευσης για χάρη του ιδεολογήματος της ελληνοτουρκικής φιλίας, όπως υπαγορεύονταν από τις γεωπολιτικές ανάγκες της εποχής εκείνης.

Τα πράγματα έγιναν περίπλοκα με την εξέλιξη του Κυπριακού, την ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ το 1954, την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ και την εκδήλωση του ενδιαφέροντος της Τουρκίας για την Κύπρο. Οι επιπτώσεις των εξελίξεων αυτών έγιναν αμέσως αισθητές στη Θράκη, όπου παρατηρήθηκε κύμα φυγής του μουσουλμανικού πληθυσμού, το οποίο μάλιστα θα ενταθεί μετά τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955 στην Κωνσταντινούπολη, ως αποτέλεσμα μάλλον της αβεβαιότητας που αισθάνονταν οι μουσουλμάνοι της μειονότητας, παρά ως αποτέλεσμα διοικητικών μέτρων. Παράλληλα, η εκπαιδευτική πολιτική του ελληνικού κράτους προς την μειονότητας τίθεται σε αμφισβήτηση. Είχαν δικαιωθεί οι επιφυλάξεις των καχύποπτων και έγινε κατανοητό ότι η ελληνική πλευρά είχε προχωρήσει σε αδικαιολόγητες υποχωρήσεις στη Θράκη. Η ελληνική κυβέρνηση επανήλθε σε μια πολιτική υποστήριξης των παλαιοτουρκικών τάσεων της μειονότητας, χωρίς όμως να επιδιώξει την ένταξή της στην ελληνική κοινωνία.

 Ωστόσο, το 1958 εκδηλώθηκε η διάθεση της ελληνικής κυβέρνησης για επαναπροσέγγιση προς την Τουρκία. Το νέο πρόγραμμα των μουσουλμανικών σχολείων έδωσε έμφαση στις θρησκευτικές αρχές, αλλά δεν αμφισβήτησε την τουρκική ως τη μόνη γλώσσα των τριών τμημάτων της μειονότητας. Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Τουρκία το 1959 οδήγησε στη συγκρότηση επιτροπής για τη μελέτη της κατάστασης των δύο μειονοτήτων εκατέρωθεν του Έβρου. Στις συζητήσεις μεταξύ των μελών της επιτροπής διατυπώθηκαν από τουρκικής πλευράς αξιώσεις, όπως: η αναγνώριση της Μουσουλμανικής Μειονότητας της Θράκης ως τουρκικής με τροποποίηση των διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάννης, η στενή επικοινωνία με τη μητέρα–πατρίδα Τουρκία, οργάνωση της μειονότητας σε σωματεία, αναγνώριση των Πομάκων ως Τούρκων…

Η μελέτη εκείνης της περιόδου δίνει καθαρά την εικόνα του αμήχανου ελληνικού κράτους, το οποίο διαχειρίζεται τη Θράκη ως μία χώρα των συνόρων και του οποίου τα υπεύθυνα όργανα αγνοούν τις ιδιαιτερότητες της περιοχής και διαπράττουν σωρεία σφαλμάτων. Η Μουσουλμανική Μειονότητα της Θράκης αντιμετωπίζεται με άγνοια και θεωρείται ξένο σώμα. Οι Έλληνες μουσουλμάνοι θεωρούνται a priori Τούρκοι. Δεν έγινε καμία προσπάθεια προσεταιρισμού των, παρά το γεγονός ότι η στάση των ελληνικών αρχών δεν απέχει πολύ από το να είναι άψογη. Ωστόσο, η ελληνική στάση ερμηνεύτηκε ως αποτέλεσμα αδυναμίας και φόβου. Επετράπη έτσι, στην Τουρκία να ασκήσει μία πολιτική με στόχο τη γλωσσική και πολιτισμική ενοποίηση του μουσουλμανικού πληθυσμού της Ελληνικής Θράκης. Οι διαθέσεις και οι τακτικές της τουρκικής πολιτικής ήταν καθαρές, αλλά οι Έλληνες δεν ήθελαν να αποδεχθούν τη δυσάρεστη πραγματικότητα. Προτιμούσαν να συγχέουν την πραγματικότητα με τις επιθυμίες τους. Πρόθεση της Τουρκίας, εκτός από τη δημιουργία κλίματος έντασης για να αποτραπεί η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ήταν και είναι η εθνική ομογενοποίηση της μειονότητας και η χειραγώγησή της. Η ελληνοτουρκική φιλία δεν είναι ικανή να απομακρύνει την προσήλωση της Τουρκίας στο Εθνικό Συμβόλαιο του Κεμαλισμού, το οποίο περιλαμβάνει στις τουρκικές διεκδικήσεις και τη Θράκη. Πάγια είναι η διεκδικητική πολιτική του τουρκικού κράτους, που λειτουργεί παράλληλα με την άσκηση κάθε μορφής πιέσεων σε βάρος των Ελλήνων μουσουλμάνων μέσα στην ελληνική επικράτεια.

Εν τέλει, η όλη στάση της ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής πολιτείας δεν άφησαν την Ελλάδα να ακολουθήσει την κλιμακούμενη τουρκική πολιτική εθνοκάθαρσης, που κορυφώθηκε με τον αφανισμό των μειονοτήτων στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο. Παρά τη δυσμενή επίδραση των γεγονότων του 1955, δεν δόθηκε από την ελληνική πλευρά ανάλογη απάντηση και δεν εφαρμόσθηκαν μορφές αμοιβαιότητας. Το γεγονός αυτό, που τιμά την ελληνική κοινωνία και την ελληνική πολιτεία, δεν είναι ευρύτερα κατανοητό και κυρίως δεν προβάλλεται.

Κατά τη γνώμη μας, πολλοί συμπολίτες μας αρνούνται να αντιληφθούν την αυταρχική φύση της τουρκικής πολιτικής, της οποίας η επεκτατική διάθεση αποτελεί δομικό στοιχείο. Σε πολλές από τις υπάρχουσες μελέτες δεν διευκρινίζεται η δομική επιθετικότητα και κατακτητική διάθεση του τουρκικού πολιτειακού μορφώματος και συνήθως στο όνομα της επιστημονικής αντικειμενικότητας και μέσα στην αντίληψη του πολιτικώς ορθού τα πράγματα παρουσιάζονται έτσι, ώστε να εξισώνεται το θύμα με τον θύτη.