Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

Η Γερμανία και τα διλήμματα της ανάπτυξης

Μόλις δέκα χρόνια πριν η γερμανική οικονομία παρουσίαζε μια μάλλον απογοητευτική εικόνα: η ανεργία βρισκόταν μόνιμα σε υψηλά επίπεδα και οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν κάτω του μετρίου. Σήμερα η γερμανική οικονομία βρίσκεται στην πρωτοπορία της εξόδου από τη μεγάλη οικονομική κρίση του 2008. Οι παραδοσιακές και συντηρητικές οικογενειακές επιχειρήσεις της Γερμανίας κατακλύζουν τις παγκόσμιες αγορές με προϊόντα υψηλού τεχνικού επιπέδου. Η πειθαρχία, η τεχνική τελειότητα και η τελειομανία των Γερμανών κατασκευαστών βρίσκονται στη βάση της ανάπτυξης της εξαγωγικής δραστηριότητας της χώρας αυτής. Μόνο το έτος 2010 οι γερμανικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 18,5%. Η Γερμανία διαθέτει πλέον τα πιο ανταγωνιστικά βιομηχανικά προϊόντα, από αυτά που προσφέρουν σήμερα οι προηγμένες οικονομίες και μάλιστα προϊόντα υψηλής ποιότητας, που πωλούνται σε ικανοποιητικές τιμές παρά το υψηλό σχετικά κόστος τους. Οι Γερμανοί εργαζόμενοι απολαμβάνουν σχετικά υψηλούς μισθούς, χωρίς αυτό να προηγείται της αύξησης της παραγωγικότητας, αλλά και χωρίς να παρεμποδίζει τις εξαγωγές, ενώ παράλληλα η χώρα προσπαθεί συστηματικά να περιφρουρήσει και να συγκρατήσει την παραγωγή μέσα στα εθνικά σύνορα. Οι Γερμανοί δύσκολα μεταφέρουν την παραγωγή τους σε τρίτες χώρες, όπως κάνουν άλλες βιομηχανικές χώρες και μάλιστα αυτό γίνεται μόνο όταν πεισθούν ότι αποτελεί απόλυτη ανάγκη.



Τα προηγούμενα δέκα χρόνια οι Γερμανοί εργάσθηκαν συστηματικά πάνω σε συγκεκριμένους στόχους: περιορισμό των δαπανών, έρευνα και ανάπτυξη, ρυθμίσεις στην αγορά της εργασίας. Έτσι, με τη συναίνεση και τη συνεργασία των συνδικάτων, η Γερμανία είναι η μόνη χώρα της Ευρώπης που παρουσιάζει συνεχώς μειούμενο εργατικό κόστος. Η Γερμανία έγινε η μόνη χώρα εκτός από την Ιαπωνία, όπου οι εξαγωγές αυξάνουν ως πηγή συνεισφοράς στο εθνικό εισόδημα και η μόνη χώρα, η οποία έδωσε μία απάντηση στο ερώτημα για το πώς οι ανεπτυγμένες χώρες θα μπορέσουν να ανταγωνισθούν τις χαμηλού εργατικού κόστους αναδυόμενες οικονομίες.



Η γερμανική οικονομία –η τέταρτη σε μέγεθος στον κόσμο και η πρώτη της Ευρώπης– είναι σήμερα η πιο ανταγωνιστική οικονομία όχι μόνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και ίσως όλης της υφηλίου. Το ακαθάριστο εθνικό προϊόν της Γερμανίας αυξήθηκε το 2010 με ρυθμό ανώτερο αυτού των ΗΠΑ, ενώ το ποσοστό  ανεργίας μειώθηκε σε αντίθεση προς τις ΗΠΑ και τους εταίρους της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το 2010 ήταν για τη Γερμανία έτος κατά το οποίο οι οικονομικοί δείκτες σημείωσαν ρεκόρ.



Ο συντηρητισμός των Γερμανών παραγωγών και οι προσεκτικές κινήσεις τους, η γερμανική συστηματικότητα και επιμονή τοποθέτησαν τη Γερμανία σε ηγετικό ρόλο και σε ρυθμιστή των οικονομικών τάσεων μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Γερμανία είναι υπεύθυνη και το 60% της αύξησης του μικτού προϊόντος σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή αποτελεί πλέον την οικονομική ατμομηχανή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.



Πρόκειται για ένα μοντέλο αντιδιαμετρικό της ελληνικής πρακτικής. Στην Ελλάδα τα τελευταία τριάντα χρόνια η άνοδος της  παραγωγικότητας δεν είχε σχέση με την άνοδο των εισοδημάτων. Επιδιώχθηκε μια μορφή σύγκλισης προς τους μέσους όρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά μόνο στους καταναλωτικούς δείκτες και αυτό έγινε με εγκληματική κατασπατάληση δανείων. Παραγωγή και παραγωγικότητα αφέθηκαν στην τύχη τους. Αυτό σημαίνει καταναλωτικό παρασιτισμό.



Ωστόσο, η αναγέννηση της γερμανικής οικονομίας και η επιθετική εξαγωγική της διάθεση δημιουργούν ανισορροπίες και αντιφάσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για μια ακόμη φορά, ο γερμανικός δυναμισμός συνιστά ένα πανευρωπαϊκό πρόβλημα. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση δύο ταχυτήτων, στην οποία η περιφέρεια δεν μπορεί να παρακολουθήσει και να ανταγωνιστεί τη γερμανική οικονομία. Το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας προέρχεται κατά 80% από τις χώρες της Ευρώπης. Όσο γιγαντώνεται η γερμανική οικονομία, τόσο συρρικνώνονται οι οικονομίες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Η απάντηση των Γερμανών για την αντιμετώπιση της απειλητικής αυτής ανισορροπίας εξαντλείται στις μονότονες υποδείξεις για να γίνουν οι άλλες χώρες ανταγωνιστικές. Η Γερμανία απαιτεί από τις άλλες χώρες να γίνουν σαν κι αυτήν.



Η προσαρμογή της ευρωπαϊκής περιφέρειας στην αντίληψη του συνεχούς εκσυγχρονισμού και η προσέγγιση των άλλων οικονομιών προς την ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας αποτελούν μάλλον ανέφικτους στόχους. Τα αιτήματα αυτά συνδέονται με την πολιτιστική συγκρότηση των λαών και δεν μπορούν να αποτελέσουν απλώς τεχνικούς στόχους. Η προσαρμογή των ευρωπαϊκών κοινωνιών προς την προτεσταντική ηθική, η οποία βρίσκεται πίσω από τα γερμανικά επιτεύγματα, είναι όχι μόνο αδύνατη, αλλά και παράλογη.  Η τοποθέτηση της παραγωγικότητας και της εργαλειακής αποτελεσματικότητας στην κορυφή των αξιών δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή. Τέτοιες μονομερείς και ζηλωτικές συμπεριφορές είναι εν τέλει δείγματα ελλείμματος πολιτισμού και δημιουργούν ανισορροπίες. Αλλά και η αντίληψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ενός οικονομικού συνεταιρισμού, στον οποίο το κάθε μέλος έχει ανταγωνιστική θέση, αποτελεί μέγα σφάλμα και αποστερεί τη δυνατότητα της ισορροπημένης ανάπτυξης. Η αποδοχή της αντίληψης για τη χωρίς όριο ανάπτυξη οδηγεί σε αδιέξοδα. Η παραγωγή σε παγκόσμιο επίπεδο δεν δικαιολογεί τις υπάρχουσες ανισότητες. Στο κάτω-κάτω ο προηγμένος κόσμος δεν έχει επιτακτική ανάγκη από αναπτυξιακή γιγάντωση. Οι λαοί κυρίως ζητούν καλύτερη ζωή και αυτή δεν μπορεί να βρεθεί στην εντατικοποίηση της εργασίας και τη συστηματική πειθαρχία, που για λόγους ανταγωνισμού και οικονομικού γιγαντισμού επιβάλλουν οι αγορές.



Μεγάλη ευθύνη για τον διαχωρισμό του κόσμου και την περιθωριοποίηση του Νότου φέρουν οι ΗΠΑ, οι οποίες και για διάστημα ενός αιώνα παγίωσαν την αντίληψη της αχαλίνωτης ανταγωνιστικότητας, της χωρίς όριο κατανάλωσης και της κατασπατάλησης των πόρων. Η ανάπτυξη του νέου πολυπολικού κόσμου συνεχίζεται πάνω στα ίδια πρότυπα. Η κατάσταση αυτή οδηγεί νομοτελειακά σε ανατροπή της οικολογικής ισορροπίας σε παγκόσμια κλίμακα. Η ανάπτυξη ως όρος επιβίωσης των οικονομιών πρέπει να αποκτήσει όρια.


Το αναπτυξιακό μοντέλο της γιγάντωσης και της ανεξέλεγκτης κατανάλωσης που ακολουθούν οι αναδυόμενες οικονομικές δυνάμεις του νέου πολυπολικού κόσμου ενδέχεται να αποδειχθεί μοιραίο. Τα τριακόσια εκατομμύρια αγροτών που συνωθούνται στις νέες πόλεις της Κίνας και τα τριακόσια εκατομμύρια της αστικής τάξης της Ινδίας, της μεγαλύτερης του κόσμου, είναι η χειρότερη υποθήκη για την μελλοντική κατάσταση του περιβάλλοντος σε ολόκληρο τον πλανήτη.