Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2008

Φταίει ο Μουσολίνι...

Η επέτειος της 28.10.1940 είναι μια ευκαιρία για να αξιολογήσουμε τη σημασία του αγώνα που έδωσε ο ελληνικός λαός στα βουνά της Βορείου Ηπείρου και της Αλβανίας.

Τον Φεβρουάριο του 1945, όταν ήταν πια βέβαιη η ήττα της Γερμανίας και η καταστροφή της, ο Αδόλφος Χίτλερ διατύπωσε την άποψη ότι η ιταλική εισβολή στην Ελλάδα του κόστισε τον πόλεμο. Σύμφωνα με τον Χίτλερ η περιπέτεια του Μουσολίνι στην Ελλάδα καθυστέρησε κατά πέντε εβδομάδες την έναρξη της επιχείρησης Μπαρμπαρόσσα, αφού η Βέρμαχτ αναγκάσθηκε να τροποποιήσει τα σχέδιά της και να αποστείλει μερικές από τις καλύτερες μονάδες της στα Βαλκάνια. Το χιόνι και ο πάγος καθήλωσαν τις τεθωρακισμένες στρατιές του Στρατάρχη Γκουντέριαν έξω από τη Μόσχα τον Οκτώβριο του 1941. Χωρίς την ανόητη επίδειξη δύναμης του Μουσολίνι στην Ελλάδα η Βέρμαχτ θα βρισκόταν μπροστά στη Μόσχα πριν τον Σεπτέμβριο του 1941, όταν τα μηχανοκίνητα μέσα μπορούσαν να κινηθούν άνετα και οι οχυρώσεις της Μόσχας ήταν ακόμη πολύ αδύνατες.

Η γνώμη αυτή του Χίτλερ είναι σύμφωνη με το συνολικό σχεδιασμό που είχε συλλάβει η δαιμονική αυτή φυσιογνωμία. Ο συνολικός σχεδιασμός του Χίτλερ στόχευε στην κατάκτηση του “ζωτικού χώρου” των πεδιάδων της Ουκρανίας και της Ρωσίας και, τέλος, στην παγκόσμια κυριαρχία. Ο κεραυνοβόλος πόλεμος, η εξαιρετική μαχητική ικανότητα του γερμανικού στρατού και η ίδια η θέληση του Χίτλερ ήταν τα μέσα με τα οποία η Γερμανία θα πραγματοποιούσε την ανατροπή της παγκόσμιας τάξης, αντιμετωπίζοντας ένα συνασπισμό που υπερείχε συντριπτικά σε οικονομικά, πληθυσμιακά και γεωπολιτικά δεδομένα. Ωστόσο, η τεράστια υπεροχή των δημοκρατιών της Δύσης μαζί με τη Σοβιετική Ένωση θα μπορούσαν να εκμηδενισθούν με την τολμηρή εκμετάλλευση των χρονικών περιθωρίων που επέτρεπε ο κεραυνοβόλος πόλεμος και η πρόσκαιρη υπεροχή της επανεξοπλισμένης Γερμανίας. Έτσι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Χίτλερ, που δεν απείχαν από την πραγματικότητα, το βάρος της τεράστιας βιομηχανίας των ΗΠΑ θα γινόταν αισθητό στα πεδία των μαχών μόνο μετά το τέλος του 1942. Η Γερμανία, λοιπόν, έχοντας νικήσει τη Γαλλία με κεραυνοβόλο πόλεμο το 1940 και κυριαρχώντας στην Ευρώπη το 1941 θα ήταν σε θέση πάλι με κεραυνοβόλο πόλεμο να θέσει εκτός μάχης τη Σοβιετική Ένωση, ώστε το 1942 οι Αγγλοσάξονες να βρεθούν μπροστά σε μια κατάσταση που θα ήταν δύσκολο να αντιμετωπίσουν. Η Σοβιετική Ένωση λοιπόν έπρεπε να ηττηθεί πριν το 1942.

Για αρκετά χρόνια οι σχολιαστές δεν αναγνώριζαν στην εκστρατεία στα Βαλκάνια τη σημασία που δόθηκε προηγουμένως. Ωστόσο, πρόσφατα η συζήτηση αναζωπυρώθηκε στην Αγγλία με αφορμή το βιβλίο του Ian Kershaw “Μοιραίες επιλογές. Δέκα αποφάσεις που άλλαξαν τον κόσμο, 1940-1941”. Σχολιάζοντας το βιβλίο αυτό ο R.W. Johnson, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, παρατηρεί στο “London Review of Books” ότι ο Μουσολίνι ποτέ δεν θα μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο για τον Χίτλερ, είναι πιθανό όμως ότι μπόρεσε να κάνει τον Χίτλερ να τον χάσει. Παρ’ όλο που η ρώσικη ιστοριογραφία ισχυρίζεται με εμμονή ότι η κατάληψη της Μόσχας από τους Γερμανούς το 1941 δεν θα είχε περισσότερη σημασία από την άσκοπη κατάκτηση της από τον Ναπολέοντα και ότι ο πόλεμος θα συνεχιζόταν, o R.W. Johnson παρατηρεί ότι δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πόσο σημαντική είναι μία πρωτεύουσα για ένα αχανές κράτος της εποχής των επικοινωνιών και πόσο κρίσιμη είναι η κατοχή της από εχθρική δύναμη. Ήταν πολύ πιθανό ότι μία πυρπολημένη Μόσχα το 1941 θα υποχρέωνε τον Στάλιν σε κάποια αναδίπλωση και θα οδηγούσε τον αντιγερμανικό συνασπισμό σε διάλυση. Επί πλέον, o R.W. Johnson συμπληρώνει ότι εάν η Σοβιετική Ένωση κατέρρεε, τότε και για την Αγγλία θα ήταν δύσκολη η συνέχιση του πολέμου.

Όπως και να έχει το πράγμα, το βιβλίο του Ian Kershaw δείχνει το ότι μεγάλες και κοσμοϊστορικές αποφάσεις μπορούν να έχουν τυχαία ή και ανορθολογικά αίτια, ενώ τα αποτελέσματά τους μπορούν να οδηγήσουν σε αναπάντεχες εξελίξεις. Έτσι το βιβλίο του Ian Kershaw ανατρέπει τη ντετερμινιστική αντίληψη για την ιστορική εξέλιξη. Η επιχείρηση του Μουσολίνι στην Ελλάδα εμφανίζεται να ξεκινά από τις μεγαλομανιακές και υπερφίαλες αντιλήψεις των δύο δικτατόρων και να εξαρτάται από την ψυχοπαθολογία της σχέσης τους. Ο Μουσολίνι αποφασίζει να κατακτήσει την Ελλάδα γιατί αισθάνεται κατώτερος από τον Χίτλερ, ο οποίος πραγματοποιεί τους θριάμβους του χωρίς να συζητά τις κινήσεις του με τον σύμμαχο δικτάτορα. Η εύκολη νίκη επί της Ελλάδας είναι μια ευκαιρία για να επανακτήσει ο Μουσολίνι την αυτοπεποίθησή του. Για τον Μουσολίνι και το περιβάλλον του ο ελληνικός στρατός είναι ασήμαντος, οι Έλληνες είναι άξιοι περιφρόνησης και δεν έχουν κανένα μαχητικό σθένος. Για να μιμηθεί τον Χίτλερ διατάζει την καταστροφή κάθε ελληνικής πόλης με πάνω από 10.000 κατοίκους. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η επίμονη και γενναία ελληνική αντίσταση θα μπορούσε να οδηγήσει τον Χίτλερ να δηλώνει στην πολιτική του διαθήκη ότι η “βλακώδης επίδειξη” του Μουσολίνι κόστισε στη Γερμανία τον πόλεμο.

Μένουν μόνο 100 μήνες.

Τόσο, και πιο σύντομο, είναι το χρονικό διάστημα που απομένει, μέσα στο οποίο μπορούμε ακόμη να δράσουμε προτού φθάσουμε στο σημείο και πέρα, από το οποίο η διαδικασία αλλαγής του κλίματος θα είναι μη αναστρέψιμη. Αυτό είναι το συμπέρασμα του προγράμματος για την αλλαγή του κλίματος που μελέτησε το βρετανικό "Ίδρυμα για τη Νέα Οικονομία". Τα συμπεράσματα της μελέτης σχολίασε ο Andrew Simms, διευθυντής του προγράμματος, στην Guardian Weekly της 15.8.2008.
Η συγκέντρωση διοξείδιου του άνθρακα, το οποίο είναι ο κύριος συντελεστής του φαινόμενου του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα του πλανήτη, υπολογίζεται σήμερα ότι είναι η μεγαλύτερη των τελευταίων 650.000 ετών. Αυτό σημαίνει ότι τα τελευταία 250 χρόνια, μετά τη βιομηχανική επανάσταση, οι καύσεις άνθρακα και πετρελαίου και οι αλλαγές στη χρήση γης με την αστικοποίηση και την εξαφάνιση των δασών έχουν επιβαρύνει τον πλανήτη με σχεδόν δύο δισεκατομμύρια τόνους διοξείδιου του άνθρακα, που σήμερα βρίσκονται στην ατμόσφαιρα. Η ποσότητα των αερίων των καυσίμων, που δημιουργούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, θα φθάσει σύντομα σε κάποιο κρίσιμο επίπεδο, πέραν του οποίου η αύξηση της θερμοκρασίας θα επιταχυνθεί, χωρίς να είναι δυνατός ο περιορισμός της.

Είναι μια διαδικασία που ανατροφοδοτείται και παραμένει μόνιμα, ακόμη κι αν εκλείψουν οι αρχικές αφορμές της. Πολλοί είναι οι λόγοι. Για παράδειγμα, η τήξη των πάγων στους πόλους περιορίζει την αντανάκλαση θερμότητας από την επιφάνεια της γης προς το διάστημα και αυξάνει έτσι το σύνολο της θερμότητας που παραμένει στην ατμόσφαιρα. Το ίδιο αποτέλεσμα έχει και ο περιορισμός της απορρόφησης του διοξείδιου του άνθρακα από τους ωκεανούς λόγω της αλλαγής των ανέμων που προκαλεί η υπερθέρμανση. Αυτές οι αυτοτροφοδοτούμενες διαδικασίες θα εξακολουθήσουν, όταν η συγκέντρωση του διοξείδιου του άνθρακα περάσει ένα κρίσιμο όριο, ακόμη και αν διακοπεί η εκπομπή του διοξείδιου του άνθρακα ολοσχερώς. Εάν αυτό συμβεί, το κλίμα όλης της Γης θα μεταπέσει σε μια κατάσταση αναταραχής, η οποία μπορεί να έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα για τη βιολογική, πολιτική και πολιτισμική πραγματικότητα, όπως είναι γνωστή σήμερα.

Σύμφωνα με την "Διακυβερνητική Ομάδα για την αλλαγή του κλίματος", που εδρεύει στο Λονδίνο, το κρίσιμο όριο, μετά το οποίο η κατάσταση δεν είναι δυνατό να αντιστραφεί είναι η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της επιφάνειας της Γης κατά 2ºC πάνω από τη μέση θερμοκρασία που επικρατούσε πριν τη βιομηχανική επανάσταση. Ωστόσο, ακόμη κι αν γίνει δυνατό να συγκρατηθούν οι εκπομπές διοξείδιου του άνθρακα, ώστε να μην υπερβούμε το όριο αυτό, είναι πιθανό ότι η τήξη των πάγων στους πόλους και στη Γροιλανδία είναι αναπόφευκτη και οδηγεί σε μια μέση ανύψωση της επιφάνειας της θάλασσας κατά 7 μέτρα.

Εκείνο, λοιπόν, που είναι σήμερα πολύ δυσάρεστο είναι η διαπίστωση ότι περίπου σε 100 μήνες η συγκέντρωση διοξείδιου του άνθρακα θα έχει φθάσει σε ένα σημείο, όπου δεν φαίνεται πιθανό ότι η άνοδος της θερμοκρασίας θα παραμείνει στους 2ºC μόνο.

Ακόμη πιο δυσάρεστο και ανησυχητικό είναι το περιορισμένο αποτέλεσμα που έφερε το Πρωτόκολλο του Κιότο, με το οποίο οι βιομηχανικές χώρες έθεσαν ένα όριο στις εκπομπές καυσαερίων, όπως το διοξείδιο του άνθρακα από την καύση οργανικών καυσίμων, η μεθάνη από τις καλλιέργειες, το νιτρικό οξύ από τα οχήματα και αέρια από άλλες βιομηχανικές δραστηριότητες. Δυσάρεστη και ανησυχητική είναι και η διαπίστωση ότι είναι αυταπάτη το να νομίζουμε ότι η ατομική δράση θα οδηγήσει στον περιορισμό των οικονομικών δραστηριοτήτων που εξαρτώνται από καύσεις. Οι κυβερνήσεις οι ίδιες πρέπει να αναλάβουν συντονισμένη δράση. Είναι αυτό δυνατό με τις αντιλήψεις που επικρατούν σήμερα; Η αντίληψη της συνεχούς προόδου και ανάπτυξης του πλούτου αποκλείει κάθε πιθανότητα ραγδαίας προσαρμογής του μοντέλου της οικονομίας προς τα περιβαλλοντικά όρια. Ποιός αποδέχεται σήμερα τον περιορισμό της κατανάλωσης μαζί με την εξοικονόμηση της ενέργειας και ποιός μελετά τους τρόπους που θα οδηγήσουν σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα; Παρά τη χρηματοπιστωτική κρίση και το αυξανόμενο κόστος της ενέργειας το μοντέλο της αέναης ανάπτυξης εξακολουθεί να επιβιώνει. Και βέβαια, ραγδαία αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία δεν είναι δυνατό να ακολουθήσουν ένα διαφορετικό αναπτυξιακό δρόμο. Πρέπει, λοιπόν, να σκεφθούμε πάνω στο αδιανόητο και αυτό είναι ότι γύρω στο 2100 η μέση θερμοκρασία του πλανήτη θα είναι 3-5ºC πάνω από τη μέση θερμοκρασία της πριν από τη βιομηχανική επανάσταση εποχής. Αυτό σημαίνει την ολική εξαφάνιση του πάγου στον Βόρειο Πόλο, την εξάπλωση των ερήμων, ακραία φυσικά φαινόμενα, την τήξη των παγετώνων στις Άνδεις και στα Ιμαλάια, και τέλος τη μαζική απελευθέρωση της μεθάνης που βρίσκεται κάτω από την τούνδρα της Σιβηρίας. Αυτά δεν είναι μόνο φαινόμενα και αριθμοί αλλά συνεπάγονται την εξαφάνιση του 50-80% της βιοποικιλότητας στον πλανήτη και την αδυναμία επιβίωσης σε μεγάλες περιοχές των σήμερα κατοικούμενων εκτάσεων γης.

Έτσι, ο Sir John Holmes, επίτροπος των Ηνωμένων Εθνών για την αντιμετώπιση ανθρωπιστικών κρίσεων δηλώνει στην Guardian Weekly της 12.10.07 ότι: "Οι τάσεις φαίνονται καθαρά. Η καταστροφή από την αλλαγή του κλίματος έχει αρχίσει. Είναι εδώ μπροστά μας!" Κατά τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΟΗΕ μέσα στους πρώτους μήνες του 2007 πάνω από 66 εκατομμύρια άστεγοι ήταν το αποτέλεσμα των ακραίων καιρικών φαινομένων στην Ασία. Ανάλογα συνέβησαν στην Αφρική. Αλλά και έντονη ξηρασία ακολούθησε τις γιγαντιαίες πλημμύρες. Η μοίρα των μαζών στην Νότιο Ασία, την Αφρική και τη Νότιο Αμερική δεν έγινε ευρέως γνωστή στον αναπτυγμένο Βορρά. Οι αβυσσαλέες διαιρέσεις του σημερινού κόσμου φαίνεται να είναι μια ακόμη πτυχή του προβλήματος.

Διατηρητέα κτίσματα και διατηρητέες πόλεις.

Αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση της αισθητικής και λειτουργικής παρακμής των ελληνικών πόλεων. Μέχρι τελείως πρόσφατα οι πόλεις της πατρίδας μας χαρακτηριζόταν από μια υψηλή αισθητική ποιότητα και ένα ατομικό χαρακτήρα που ξεχώριζε κάθε πόλη και της έδινε μια ταυτότητα. Αυτό, παρά την ανέχεια και τα περιορισμένα οικονομικά μέσα εποχών, που σήμερα πιστεύουμε ότι έχουν πια περάσει.
Θύμιζαν, μέχρι τελείως πρόσφατα, οι ελληνικές πόλεις τον βυζαντινό κώδικα του Ιουστινιανού που φρόντιζε για τα κτίσματα :"ὥστε διδόναι κάλλος μέν τῇ πόλει, ψυχαγωγίαν δέ τοῖς βαδίζουσιν". Παρ' όλη τη φτώχεια, η ελληνική πόλη της εποχής εκείνης έδινε τέρψη στους κατοίκους της. Τέρψη, που είναι αδύνατη σήμερα μέσα στην αισθητική πενία του σημερινού αστικού περιβάλλοντος, στην έλλειψη δημόσιων χώρων και στις πρακτικές δυσκολίες, που σε κάθε βήμα μας αντιμετωπίζουμε ζώντας στη σύγχρονη ελληνική πόλη. Ο πολιτισμός ανθίζει μέσα στις πόλεις και μαραίνεται μαζί με αυτές. Με την ανοικοδόμηση που άρχισε τη δεκαετία του 1950 και ακολούθησε την οικονομική απογείωση της χώρας, έλαβε χώρα μια καθολική ανοικοδόμηση μαζί με την έντονη εμπορευματοποίηση του χώρου. Οι ελληνικές πόλεις ακολούθησαν το πρότυπο της ανάπτυξης της Αθήνας: εμπορευματοποίηση του χώρου και συσσώρευση λειτουργιών μέχρι ασφυξίας. Το παλιό αντικαταστάθηκε από το καινούργιο και η χώρα πέτυχε έναν από τους υψηλότερους στον κόσμο βαθμούς ιδιοκατοίκησης. Ωστόσο, η διαπίστωση του αισθητικού και λειτουργικού ελλείμματος αποτελεί πλέον συνείδηση όλων.
Αρκετές προσπάθειες έχουν γίνει και νομοθετικά μέτρα έχουν ληφθεί για τη διατήρηση μεμονωμένων κτισμάτων, αλλά και ολόκληρων οικισμών. Το αποτέλεσμα δεν είναι αυτό που περιμένουμε. Υπάρχει έλλειμμα στη χρήση των νέων υλικών, η διατήρηση των παλιών κτισμάτων αδικεί οικονομικά τους ιδιοκτήτες τους που αντιδρούν και η διατήρηση ολόκληρων οικισμών αποδεικνύεται αισθητικά μάλλον ανέφικτη.
Πολλά είναι τα ερωτήματα που γεννώνται. Γιατί το σύγχρονο δομημένο περιβάλλον σηματοδοτεί ρήξη προς την παράδοση; Γιατί η διατήρηση δεν μπορεί να επιτύχει και ο δομημένος χώρος παραμορφώνεται; Γιατί δεν συμβιβάζεται η οικονομική αξία του παραδοσιακού δομημένου περιβάλλοντος με τη σύγχρονη πραγματικότητα;
Τα διατηρητέα κτίσματα αποτελούν στοιχεία μιας ιστορικότητας που αναδύεται μέσα από ένα παρωχημένο περιβάλλον. Ένα περιβάλλον που διαθέτει ορισμένες ποιότητες σπάνιες σήμερα και που είναι διαφορετικό από αυτό που μπορούμε να δημιουργήσουμε.
Μπορούμε λοιπόν να ρωτήσουμε: γιατί σήμερα τα παρωχημένα περιβάλλοντα διατηρούνται; Γιατί τα παλαιά κτίσματα όχι μόνο δεν γκρεμίζονται, αλλά και απαγορεύεται να αλλοιωθούν και όταν μάλιστα οι πόλεμοι και οι φυσικές καταστροφές τα εξαφανίσουν, τότε ανακατασκευάζονται ως πανομοιότυπα αντίτυπα, ως μιμήσεις ενός ιστορικού πλέον ύφους; Δηλαδή, τα μνημεία αναστηλώνονται, ανακαινίζονται, "αναπαλαιώνονται" σύμφωνα με τον επικρατούντα νεολογισμό. Γιατί, δηλαδή, τα παλιά περιβάλλοντα ξαναφτιάχνονται ως μιμήσεις αν καταστραφούν, η επιδιορθώνονται για να διατηρηθούν; Μιμήσεις που μπορούν να καταλήξουν στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος όπου στο όνομα της διατήρησης και της προστασίας του αυθεντικού συχνά θριαμβεύει το πλαστό.
Έχουμε φθάσει σε μία αντίληψη όπου το περιβάλλον τείνει να αναπαραχθεί ως μουσείο. Πιστεύουμε ότι αυτό που αναγνωρίζουμε ως αυθεντικό πρέπει να διατηρηθεί και όταν ιστορικές και πολιτισμικές πραγματικότητες που το στηρίζουν έχουν παρέλθει. Αυτό αποτελεί ιστορικά μια καινούργια αντίληψη.
Το ερώτημα γιατί τα παρωχημένα περιβάλλοντα πρέπει να διατηρούνται προκύπτει μετά τη διαπίστωση ότι πάντα σε όλους τους πολιτισμούς και τα ιστορικά περιβάλλοντα το καινούργιο αντικαθιστούσε το παλιό και πάντα το παλιό διαρκούσε όσο η φυσική φθορά και τα ιστορικά γεγονότα του επέτρεπαν. Πάντα, μετά ακολουθούσε κάτι νέο και κανείς δεν προσπάθησε να ξαναφτιάξει το παλιό.
Μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας και τη μάχη των Πλαταιών οι Αθηναίοι δεν αναστήλωσαν τα γκρεμισμένα από τον Ξέρξη κτίσματα της Ακρόπολης των Αθηνών. Υπήρχαν πεταμένα πάνω στην Ακρόπολη τα ερείπια και τα θραύσματα του Εκατόμπεδου και του ημιτελούς προ-Παρθενώνα. Μαζί με τα θραύσματα των αναθημάτων, τα υλικά των ερειπίων χρησιμοποιήθηκαν για το μπάζωμα της επιφάνειας της Ακρόπολης και την επισκευή των τειχών της. Οι ημιτελείς σπόνδυλοι του προ-Παρθενώνα εντειχίσθηκαν σε εμφανές σημείο των τειχών της Ακρόπολης, ώστε να υπενθυμίζουν μόνιμα τη βαρβαρότητα και την ασέβεια των Περσών.
Οι Αθηναίοι, αντί να αναστηλώσουν τους γκρεμισμένους ναούς, –πράγμα εύκολο–, προτίμησαν να κτίσουν κάτι καινούργιο: τον Παρθενώνα. Ανάλογα, ο Ιουστινιανός ανοικοδομεί την κατεστραμμένη Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη με την κατασκευή ενός ριζικά και κοσμοϊστορικά διαφορετικού αρχιτεκτονήματος. Αναθέτει σε δύο εξέχοντες επιστήμονες της εποχής του ένα καθοριστικό έργο που σηματοδοτεί τη μετάβαση από τον αρχαίο στον βυζαντινό κόσμο και επισφραγίζει την ενότητά τους.
Πιο πρόσφατα, το 1834, ο διάσημος αρχιτέκτονας Καρλ Φρίντριχ Σίνκελ εκπόνησε σχέδιο ανέγερσης ανακτόρων πάνω στην Ακρόπολη των Αθηνών για τον νεαρό βασιλιά των Ελλήνων Όθωνα Βίττελσμπαχ. Ο Σίνκελ σχεδίασε ως ιεροφάντης του κλασσικισμού την ανέγερση τεράστιου συγκρότηματος κτηρίων σε ολόκληρο τον ιερό βράχο και ανακατασκευή των Προπυλαίων. Το σχέδιο περιελάμβανε μεγάλα ανάκτορα στην ανατολική πλευρά του βράχου, κήπους, συντριβάνια και αίθρια. Μεταξύ των ερειπίων του Παρθενώνα και του Ερεχθείου θα κατασκευαζόταν μεγάλο ιπποδρόμιο. Η όλη κατασκευή εμπνεόταν από τις ρωμαϊκές βίλλες της Πομπηίας, που τότε είχαν αποκαλυφθεί και όχι από το κλασσικό ύφος του Παρθενώνα. Η αντίληψη αυτή φαίνεται αδιανόητη σήμερα. Τα μάρμαρα του Παρθενώνα και του Ερεχθείου θα διακοσμούσαν τους κήπους των ανακτόρων που θα είχαν τη μορφή αρχαιολογικού πάρκου. . Το σχέδιο δεν πραγματοποιήθηκε. Σε επιστολή του προς τον Σίνκελ σύμβουλος του Όθωνα παρατήρησε ότι το κόστος της πραγματοποίσης του μεγαλεπήβολου εκείνου σχεδίου ήταν απαγορευτικό για ένα κράτος, το οποίο δεν μπορούσε καν να χρηματοδοτήσει την επισκευή του δρόμου προς την Πεντέλη, απαραίτητου για τη μεταφορά των μαρμάρων. Ο Σίνκελ ανταμείφθηκε με ένα από τα πρώτα παράσημα που απένειμε ο Όθων.
Σήμερα η Ευρώπη, μετά τους φοβερούς Παγκόσμιους Πολέμους ανακατασκευάζει τα κατεστραμμένα μνημεία της κατά πιστή απομίμησή τους και συντηρεί όσα διασώθηκαν, ενώ η Unesco φροντίζει για τη διατήρηση και την προστασία των μνημείων άλλων, εκτός της Ευρώπης, πολιτισμών.
Η απάντηση στο ερώτημα "γιατί τα παρωχημένα περιβάλλοντα διατηρούνται" μπορεί να είναι το ότι τα περιβάλλοντα αυτά διαθέτουν κάτι το οποίο απουσιάζει από αυτό που οι σημερινές κοινωνίες μπορούν να δημιουργήσουν. Κάτι που στο σύγχρονο (μοντέρνο) περιβάλλον δεν υπάρχει.
Τι είναι αυτό που απουσιάζει και τι είναι αυτό που μας το κρύβει;

Οικονομία και οικολογία.

Μετά την χρηματοπιστωτική κρίση και αναταραχή έπονται η οικονομική ύφεση και η κρίση της πραγματικής οικονομίας. Ωστόσο, πίσω από όλα αυτά τα δυσάρεστα και απογοητευτικά κρύβονται ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα.

Σύμφωνα με τον Pavan Sukhdev, κύριο οικονομικό αναλυτή της Deutsche Bank και συντάκτη μελέτης για τα οικοσυστήματα, η ετήσια απώλεια φυσικού κεφαλαίου αποτιμάται οικονομικά σε ποσόν μεταξύ δύο με πέντε τρισεκατομμύρια δολάρια, και αυτό μόνον ως το οικονομικό αποτέλεσμα της καταστροφής των δασών. Οι αριθμοί αυτοί αντιπροσωπεύουν την αξία των υπηρεσιών – όπως ο περιορισμός του διοξειδίου του άνθρακα και η παροχή καθαρού νερού –, που τα δάση παρέχουν εκφρασμένο σε κόστος αναπλήρωσής τους ή στέρησής τους. Σε σύγκριση, η χρηματοπιστωτική κρίση έχει κοστίσει μέχρι στιγμής κάτι περισσότερο από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια. Υπάρχει λοιπόν ένα οικολογικό κόστος, που αν εκφραστεί με οικονομικά στοιχεία, υπερβαίνει το κόστος της χρηματοπιστωτικής κρίσης.

Η απληστία και η έλλειψη μέτρου είναι η βάση αυτής της κακοδαιμονίας. Είναι φανερό πια που οδηγεί η απεριόριστη επέκταση. Αυτοί που εκμεταλλεύονται και διαχειρίζονται τους οικονομικούς και φυσικούς πόρους απαιτούν υπερβολικές αποδόσεις και επιβαρύνουν τους πόρους με χρέη που δεν θα μπορέσουν ποτέ να αποπληρώσουν. Τα αποτελέσματα αγνοούνται και χρεώνονται σε κάποιους που θα ζήσουν σε κάποιο αόριστο μέλλον. Η εθελοδουλία και η συλλογική τύφλωση ανέχονται τέτοιες στάσεις. Το παράδειγμα της Ισλανδίας είναι χαρακτηριστικό. Η μικρή αυτή χώρα βρισκόταν στην κορυφή του δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης και ο ΟΟΣΑ την τοποθετούσε πέμπτη στην παγκόσμια κατάταξη του πλούτου των εθνών. Ωστόσο, αυτοί που αποφάσισαν για το μέλλον της, φόρτωσαν τη χώρα με χρέος που ανέρχεται στο δεκαπλάσιο του ετήσιου εθνικού προϊόντος. Στη συγκυρία της χρηματοπιστωτικής κρίσης τα χρέη αυτά δεν μπορούν πλέον να εξυπηρετηθούν και η χώρα χρεοκόπησε. Είναι αδύνατες πλέον οι εισαγωγές τροφής, φαρμάκων και καυσίμων για μια χώρα χωρίς γεωργική παραγωγή, κοντά στον πολικό κύκλο. Εκείνο που προτείνεται είναι η απελευθέρωση του ζωικού πλούτου της ζώνης αλιείας γύρω από την Ισλανδία για τους αλιευτικούς στόλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό σημαίνει ότι η βιοποικιλότητα της θαλάσσιας ζώνης γύρω από τη νησιωτική αυτή χώρα θα παραδοθεί στην καταστρεπτική εκμετάλλευση. Την οικονομική καταστροφή της Ισλανδίας θα ακολουθήσει μία οικολογική καταστροφή, επακόλουθο της οικονομικής δυσπραγίας.

Τα φυσικά αποθέματα εξαντλούνται χωρίς να μπορούν να αναπληρωθούν. Έτσι η παραγωγή πλούτου υποθηκεύει τον μελλοντικό πλούτο. Η οικονομία γίνεται ο κακός δαίμων της οικολογίας. Το σύστημα πρέπει συνεχώς να μεγενθύνεται. Οποιαδήποτε επιβράδυνση το φέρνει σε κρίση και το απορυθμίζει. Ένα αυτοαναπληρούμενο σύστημα δεν φαίνεται δυνατό, παρά το γεγονός ότι οι πόροι φαίνεται να είναι επαρκείς.

Αλλά είναι δυνατό και το αντίστροφο φαινόμενο, κατά το οποίο η οικονομική κρίση ακολουθεί την οικολογική κρίση και κορυφώνεται με κοινωνική καταστροφή. Είναι γνωστή η ιστορία του απόμακρου και απομονωμένου νησιού του Πάσχα στον νότιο Ειρηνικό, όπου η υπάρχουσα εκεί απομονωμένη κοινωνία κατέρρευσε, αφού ο πληθυσμός έφθασε στον υψηλότερο ιστορικά αριθμό, τα δάση του νησιού εξαφανίσθηκαν και τα γιγαντιαία μνημειώδη αγάλματα απορρόφησαν μια χωρίς νόημα προσπάθεια του τοπικού πολιτισμού. Όλοι οι διαθέσιμοι πόροι, του περιορισμένου από τον ωκεανό εκείνου χώρου, σπαταλήθηκαν σε χίμαιρες, χωρίς να γίνει καμία προσπάθεια για την αναπλήρωσή τους. Η οικολογική κατάρρευση είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του πληθυσμού και την ανέχεια, ώστε όσοι επιβίωσαν να καταφύγουν στον κανιβαλισμό.

Υπάρχουν ανάλογα ιστορικά παραδείγματα, όπου η οικολογική κατάρρευση είναι το αποτέλεσμα οικονομικής ανόδου και όχι μόνο οικονομικής καταστροφής.

Γιατί οι κοινωνίες και οι πολιτισμοί δεν μπορούν να εμποδίσουν τέτοια φαινόμενα; Αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις θέλουν να αγνοούν τις πραγματικότητες. Ποιός θα τους υποχρεώσει να βασισθούν στην πραγματικότητα; Ακόμη και στις σύγχρονες δημοκρατίες, όπου η κοινωνική συναίνεση έχει κάποια ισχύ και όπου οι ελίτ φαίνεται να υπολογίζουν τα συλλογικά αιτήματα, οι υπάρχοντες φυσικοί πόροι κατανοούνται ως ανεξάντλητοι. Βραχυπρόθεσμα οικονομικά ανταλλάγματα, από τα οποία επωφελούνται εθνικές και κοινωνικές μειοψηφίες, υποθηκεύουν την μακροπρόθεσμη επιβίωση.

Ανάλογη και ίδια είναι η αντιμετώπιση των οικονομικών πόρων. Η αντίληψη της ανάπτυξης θεωρείται ως αυτονόητη, παρά το ότι η ανάπτυξη της τάξης του 3%, που όλοι επιδιώκουν, είναι μακροπρόθεσμα παράλογη και καταστρεπτική για όλους. Η σταθερή οικονομική κατάσταση, όπου η κατανάλωση θα αντιπροσωπεύει αυτό που το οικοσύστημα είναι ικανό να αναπληρώσει, είναι βέβαια μια αντίληψη που δύσκολα γίνεται σήμερα αποδεκτή. Ωστόσο, είναι πια βέβαιο ότι η φτώχεια θα αντιμετωπισθεί με αναδιανομή, ότι η ανατροπή της φυσικής ισορροπίας θα εμποδιστεί με τη λογική διαχείριση των φυσικών πόρων και ότι η συλλογική συναινετική δράση είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία σε παγκόσμια κλίμακα.

Οι ΗΠΑ δεν θα φύγουν απο το Ιράκ

Σύμφωνα με τις προεκλογικές του υποσχέσεις ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ θα αποσύρει σταδιακά την αμερικανική εκστρατευτική δύναμη από το Ιράκ. Πόσο ρεαλιστική μπορεί να είναι μια τέτοια απόφαση και τι μπορεί αυτό να σημαίνει;

Υπολογίζεται ότι τα γνωστά αποθέματα πετρελαίου στο Ιράκ ανέρχονται γύρω στα 120 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου και είναι πενταπλάσια από τα αντίστοιχα αποθέματα των ΗΠΑ. Ο αριθμός αυτός, όμως, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού το εσωστρεφές ιρακινό καθεστώς δεν είχε φροντίσει για δεκαετίες να πραγματοποιήσει γεωτρήσεις , ώστε να αποκαλύψει όλα τα υπάρχοντα αποθέματα. Σε ολόκληρη τη χώρα έχουν γίνει 2.000 γεωτρήσεις, αριθμός ασήμαντος αν υπολογίσουμε ότι στο Τέξας μόνον γίνει πάνω από εκατομμύριο. Σύμφωνα λοιπόν με πρόσφατες εκτιμήσεις το αμερικανικό εκστρατευτικό σώμα βρίσκεται πάνω σε αποθέματα πετρελαίου που ανέρχονται στο 1/4 περίπου των παγκόσμιων αποθεμάτων. Αυτό σημαίνει ότι οι ΗΠΑ ελέγχουν ένα πλούτο που κυμαίνεται από 30 έως 60 τρισεκατομμύρια δολάρια. Τα μεγέθη αυτά αντιπροσωπεύουν δύο με τέσσερις φορές το ετήσιο εθνικό εισόδημα των ΗΠΑ και δικαιολογούν πλουσιοπάροχα το ποσό του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων που έχει κοστίσει μέχρι σήμερα η εκστρατεία στο Ιράκ. Επιπλέον, ο έλεγχος του ενός τετάρτου των παγκοσμίων αποθεμάτων πετρελαίου επιτρέπει στις ΗΠΑ να επιβάλουν την τιμή του πετρελαίου σε παγκόσμιο επίπεδο.

Είναι προφανές ότι η στρατηγική των Μπούς και Τσένεϋ βασίσθηκε σε υπολογισμούς όπως οι προηγούμενοι. Άλλωστε, η κατασκευή των πέντε τεράστιων αμερικανικών βάσεων στο Ιράκ συνηγορεί για πρόθεση μόνιμης παραμονής ισχυρών αμερικανικών δυνάμεων. Οι βάσεις αυτές είναι αυτοδύναμες, ισχυρά οχυρωμένες και αποτελούν μεταφορά του αμερικανικού περιβάλλοντος στις ερήμους του Ιράκ. Οι χιλιάδες στρατιώτες στις βάσεις αυτές δεν θα έχουν σχεδόν καμία επαφή με το αραβικό περιβάλλον που θα βρίσκεται έξω από τα τείχη. Οι βάσεις βρίσκονται μακριά από κατοικημένες περιοχές όπου συμβαίνουν και οι απώλειες από τον ανταρτοπόλεμο. Η κατασκευή των βάσεων συμπληρώνεται με την ανέγερση τεραστίου συγκροτήματος οχυρωμένων κτηρίων, δίκην Πενταγώνου, το οποίο θα χρησιμεύσει ως Πρεσβεία των ΗΠΑ στη Βαγδάτη για να ελέγχει τη διορισμένη ιρακινή κυβέρνηση. Ο όλος σχεδιασμός και η δαπάνη υπολογίζουν σε παραμονή εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων μόνιμα για δεκαετίες.

Το ίδιο το Ιράκ φαίνεται να προορίζεται να παραμείνει όπως είναι, σε μια κατάσταση βαλκανοποίησης όπου θα υπάρχει μια αδύναμη ομοσπονδιακή κυβέρνηση στη Βαγδάτη και περιοχές Κούρδων, Σιϊτών και Σουνιτών. Ο εμφύλιος πόλεμος αναμένεται να πάρει μορφή χαμηλής έντασης, αφού οι περιοχές των αντιμαχομένων θα αποκτήσουν κάποια ντε φάκτο αυτοδυναμία χωρίς να τους επιτρέπεται να ανεξαρτητοποιηθούν. Μικτές δυνάμεις στρατού και μισθοφόρων θα εξορμούν από τις βάσεις για να επιβάλουν την ισορροπία στις αντιμαχόμενες περιοχές και να προστατεύσουν τις πετρελαιοπηγές, όταν αυτό είναι αναγκαίο. Παράλληλα, το Ιράκ θα αποτελεί το κέντρο ελέγχου της Εγγύς Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας, επιτρέποντας στις ΗΠΑ να πειθαρχήσουν το Ιράν, να προστατεύσουν τη Σαουδική Αραβία και να επιδιώξουν μία λύση στο Αφγανιστάν και στις ανήσυχες περιοχές του Πακιστάν.

Οι ΗΠΑ δεν είναι δυνατό να αγνοήσουν τα πλεονεκτήματα που κέρδισαν με τον πόλεμο στο Ιράκ. Όχι μόνο βρίσκονται σήμερα σε δεινή οικονομική κρίση, αλλά και οι γεωπολιτικές συνιστώσες του ελέγχου των ενεργειακών αποθεμάτων τις επιτρέπουν να διατηρούν τις δυνατότητες μιας υπερδύναμης. Αλλά και οι αμερικανοί πολίτες επωφελούνται και θα επωφεληθούν από τη σταθερότητα των τιμών της ενέργειας, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ιαπωνία. Παράλληλα, οι ΗΠΑ έχοντας τη δυνατότητα ελέγχου των τιμών του πετρελαίου αποδυναμώνουν τη Ρωσία και παύουν να εξαρτώνται από τη Σαουδική Αραβία. Ένας σημαντικός παίκτης φαίνεται να είναι το Ιράν, το οποίο μέχρι στιγμής έχει επωφεληθεί από την εμπλοκή στο Ιράκ και θα επωφεληθεί περισσότερο αν οι ΗΠΑ εγκαταλείψουν το Ιράκ. Ωστόσο, η εξάρτηση του Ιράν από τα πετρελαιϊκά έσοδα δίνει στις ΗΠΑ τη δυνατότητα να χαλιναγωγήσουν τους καταπιεστικούς μουλάδες με τη δυνατότητά τους να επιβάλουν την τιμή του πετρελαίου και να τους στερήσουν τα έσοδα τα απαραίτητα για την επιβίωση του καθεστώτος τους. Η ανερχόμενη Κίνα μπορεί επίσης να πειθαρχηθεί δεδομένης της εξάρτησής της από τους παραγωγούς πετρελαίου.

Δεν είναι λοιπόν, απλή υπόθεση η εγκατάλειψη του Ιράκ από το αμερικανικό εκστρατευτικό σώμα και κάτι τέτοιο μπορεί να σημάνει και το τέλος των ΗΠΑ ως υπερδύναμης.

Ελλάς φθίνουσα.

Μέσα στον χωρίς ιστορική αναλογία 20ο αιώνα, που μόλις πέρασε, ο ελληνικός κόσμος γνωρίζει τη σημαντικότερη ίσως αναδιάταξη της ιστορίας του. Μετά την, ασύλληπτης έκτασης, τρομερή Μικρασιατική Καταστροφή, ο ελληνικός κόσμος είναι πια τελείως διαφορετικός. Οι Έλληνες επιστρέφουν στις αρχέγονες ιστορικές τους εστίες με οδυνηρές διαδικασίες, οι οποίες ακόμη συνεχίζονται. Ο οικουμενικός χαρακτήρας του Ελληνισμού δεν επιβιώνει μέσα στα στενά όρια του νέου ελληνικού κράτους. Δεν υπάρχει πια η ελληνική οικουμένη και ο ελληνικός πολιτισμός αφορά μόνο τούς σχετικά λίγους Έλληνες πολίτες ενός μικρού κρατικοποιημένου έθνους. Αλλά και μέσα στο γεωγραφικό χώρο που εξασφαλίζουν οι Έλληνες, οι ιδιαιτερότητές τους και το πολιτισμικό τους υπόβαθρο κλονίζονται. Η διαχρονική κρίση ταυτότητας του Νέου Ελληνισμού εντείνεται. Η δημογραφική κάμψη και η συγκυριακή απίσχανση του γεωπολιτικού δυναμικού του Ελληνισμού είναι εμφανείς, ενώ η καθολική εθνική κρίση που χαρακτηρίζει ολόκληρο τον 20οαιώνα φαίνεται να μην έχει τέλος. Επιστέγασμα της εθνικής κρίσης είναι η παρασιτική προσκόλληση του Ελληνισμού προς τη Δύση, πράγμα που, όπως σήμερα φαίνεται, αποδέχεται η ελληνική κοινωνία.Ακόμη και η οικονομική μας απογείωση είναι αμφίβολη, αφού η παρασιτική ένταξή μας στο δυτικό ευρωπαϊκό οικονομικό σύνολο έγινε με οικονομικό κόστος που δεν έχουμε αποτιμήσει. Εννοώ την κατάρρευση της αδύναμης παραγωγικής μας βάσης. Η ελληνική βιομηχανική παραγωγή παραμένει στάσιμη κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν έχουμε βιομηχανική παράδοση και ότι οι βιομηχανικές δραστηριότητες στη χώρα μας είναι, για πολλούς λόγους, ανέφικτες. Δεν ξέρω πόσο ισχυρά είναι αυτά τα επιχειρήματα. Εκείνο που πιστεύω είναι ότι αυτό που μετρά σε μία σύγχρονη οικονομία, μέσα στον ανελέητο κόσμο του ανταγωνισμού και της παγκοσμιοποίησης όπως διαμορφώνεται σήμερα, είναι η ικανότητα ανταγωνιστικής παραγωγής απτών αγαθών και όχι ο παρασιτικός καταναλωτισμός. Άλλωστε, υπάρχουν τα παραδείγματα μικρών δυναμικών χωρών που κατόρθωσαν να στηρίζονται σε ανταγωνιστική παραγωγική βιομηχανική βάση.Μιλούσαμε για "στρεβλή ανάπτυξη" και κατασπαταλήσαμε τεράστιους πόρους χωρίς να επιτύχουμε κανενός είδους ανάπτυξη, εκτός από τούς καταναλωτικούς δείκτες. Καταναλώνουμε πόρους που δεν προέρχονται από τον δικό μας μόχθο. Δημιουργήσαμε ένα τεράστιο δημόσιο χρέος χωρίς να πραγματοποιήσουμε παραγωγικές επενδύσεις. Καταλήξαμε σε μία οικονομία κακής ποιότητας υπηρεσιών και αγνοήσαμε τη σωστή, ποιοτική, παραγωγή αγαθών. Η πιο πρόσφατη μάλιστα εξέλιξη, είναι η υιοθέτηση των μορφών της παγκοσμιοποιημένης φιλελευθεροποίησης: μία χρηματοπιστωτική οικονομία, όπου οι παραγωγοί έχουν περιθωριακή θέση. Η κάμψη μας δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά αφορά και άλλες πολύ σημαντικές παραμέτρους. Η υποδομή γενικώς βρίσκεται σε άσχημο επίπεδο, με εφιαλτικά αποτελέσματα για την ποιότητα ζωής, το περιβάλλον και τον πολιτισμό του Έλληνα. Οι ελληνικές πόλεις έχασαν τον χαρακτήρα και την αισθητική τους ποιότητα. Η ελληνική φύση βιάζεται και σπαράσσεται. Δώσαμε έμφαση σε μία μορφή τουριστικής βιομηχανίας, όπου τα πλήθη των τουριστών σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Αδιαφορώντας για την αύξηση της παραγωγικότητας μέσα από την οργάνωση της εργασίας και τον αυτοματισμό της παραγωγής, επιδιώξαμε την εκμετάλλευση των εξαθλιωμένων εργαζομένων από την "καθ' ημάς Ανατολή", με αποτέλεσμα να κατακλυζόμαστε από οικονομικούς πρόσφυγες. Δημιουργήσαμε μία τυπολατρική παιδεία, που σκοπεύει στην απόκτηση δικαιωμάτων και κοινωνικού κύρους, χωρίς ουσιαστική πολιτιστική βάση. Εκμαυλίσαμε το ποιοτικό ανθρώπινο δυναμικό της χώρας μας και μάθαμε να ζούμε με αδικαιολόγητες απαιτήσεις και ατέλειωτες επιδοτήσεις. Αδιαφορούμε για τούς δημογραφικούς δείκτες, αποφεύγοντας διοικητικά μέτρα προστασίας της μητρότητας και επιτρέποντας σε ιδεολογικές αγκυλώσεις να κυριαρχήσουν. Με τον εθισμό μας στην ευκολία και τον παρασιτισμό καταρρακώσαμε τούς θεσμούς, που πρέπει να μας στηρίζουν. "Μάχεσθαι χρεῖ τόν δῆμον ὑπέρ τοῦ νόμου ὅκωσπερ τείχεος", λέει ο ΗράκλειτοςΘα πρέπει να υπερασπιστούμε τούς θεσμούς όπως τα σύνορά μας. Αναβιώσαμε, με την κατάρρευση των θεσμών, την κατάρα της κλεπτοκρατίας και την αναγάγαμε σε αποδεκτή πρακτική.Επιδιώξαμε, ορθά, τη δημιουργία ενός κοινωνικού κράτους με τη φορολόγηση του ελληνικού λαού και την ανάλωση πολύτιμων πόρων και δημιουργήσαμε ένα κρατικοδίαιτο διεφθαρμένο τέρας, μέσα στο οποίο οργανωμένες συντεχνίες και πανίσχυρες μειοψηφίες καταδυναστεύουν παρασιτικά το κοινωνικό σύνολο και αντιδρούν ματαιώνοντας κάθε προσπάθεια ορθολογικής οικονομικής και διοικητικής οργάνωσης και εκσυγχρονισμού. Το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, μετά από κοντόφθαλμες παρεμβάσεις και ανεύθυνες παραλείψεις, βρίσκεται στα πρόθυρα κατάρρευσης. Φτάσαμε έτσι, σε μία πραγματικότητα ενός παντοκράτορος οργανισμού, ο οποίος δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τις υποχρεώσεις του και παραλύει μπροστά σε κάθε κατάσταση κρίσης.Ζούμε μία κατάσταση, όπου οργανωμένα συμφέροντα ελέγχουν τα μέσα πληροφόρησης και ιδίως την οργουελιανή ελληνική τηλεόραση.Κάθε απόγευμα αδίστακτοι και αμαθείς έμποροι της πληροφορίας και μωροί θορυβοποιοί θρονιάζονται σε κάθε ελληνικό σπίτι για να επιβάλουν γνώμες και πολιτισμό. Με τη δημαγωγία και τη μετριότητα του πολιτικού κόσμου και τη συνενοχή των πολιτών, οδηγήσαμε το πολιτικό σύστημα σε μία κατάσταση ανυποληψίας.
          Οι ολέθριες αντιλήψεις του πολιτικού κόστους, του πελατειακού κράτους και της νομής της εξουσίας επιβιώνουν και θριαμβεύουν. Το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε κρίση, οι πολιτικοί μας στερούνται το οποιοδήποτε όραμα. Είναι συνήθως μέτριοι έως κακοί πολιτικοί, αλλά ικανοί δημαγωγοί. Το πολιτικό μας σύστημα δεν μπορεί να σχεδιάσει και να στηρίξει μακροπρόθεσμες πολιτικές και στρατηγικές σε ουσιαστικά προβλήματα, όπως η οικονομία, η εξωτερική πολιτική, η παιδεία, η υγεία, ή το περιβάλλον. Φαντασιακές, ανεδαφικές και παράλογες αντιλήψεις εδραιώνονται και κυριαρχούν. Αδιανόητες και καταστρεπτικές καταστάσεις επιβάλλονται και μονιμοποιούνται. Αντιδημοκρατικές και αντικοινωνικές συμπεριφορές εφαρμόζονται και γίνονται ανεκτές. Βρισκόμαστε σήμερα σε μία κατάσταση κατάπτωσης. Ένα πέπλο απογοήτευσης έχει καλύψει το έθνος μας, όλοι καταφεύγουμε στην ατομική τακτοποίηση και δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι μπορούμε να κατορθώσουμε οτιδήποτε.
       Τώρα, μπροστά στη σκληρή πραγματικότητα ενός ανταγωνιστικού κόσμου, είναι ανάγκη κατεπείγουσα να αναλάβουμε δράση όπως και σε άλλες περιόδους της ιστορίας μας, με χαρακτηριστική αποτελεσματικότητα, έχουμε επιχειρήσει. Μέσα από τα χαλάσματα και τις καταρρεύσεις ανορθώνεται το Ελληνικό, και αυτό δεν έχει γίνει μόνο μία φορά.Πρόκειται για το πάντα επίκαιρο για τη Νέα Ελλάδα ζήτημα του εκσυγχρονισμού, που σήμερα έχει τον χαρακτήρα της προσαρμογής σε ένα κόσμο με άτεγκτες ανάγκες. Πρέπει, βεβαίως, πρωτίστως να επιβιώσουμε, και η εθνική οικονομία είναι σήμερα προϋπόθεση εθνικής επιβίωσης. Ο εθνικός μας προσανατολισμός είναι πλέον δεδομένος. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι ο εκσυγχρονιστικός μας εξευρωπαϊσμός δεν είναι δυνατός, ούτε επιθυμητός. Είμαστε, είτε το θέλουμε είτε όχι, μία άλλη μορφή της Ευρώπης. Αυτό δεν πρέπει να σημαίνει την αυτοπαγίδευσή μας σε μία φτωχοαλαζονική περιχαράκωση. Αφού ο οικονομισμός δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι η βάση της ταυτότητάς μας, όπως επιδιώκουν άλλοι λαοί και αφού δεν πρέπει ούτε μπορούμε να εξομοιωθούμε, είναι ανάγκη επιτακτική να προσαρμόσουμε τις ιδιομορφίες μας στον σύγχρονο κόσμο. Πως είναι δυνατό να γίνει αυτό; Μήπως είναι ανέφικτο; Μήπως είναι αίτημα αντιφατικό; Σίγουρα, ένα τέτοιο αίτημα χρειάζεται μία μεγάλη και ουσιαστική προσπάθεια αυτογνωσίας, όχι λιγότερο από όσο χρειάζεται και μία προσπάθεια εθνικής δημιουργίας.

Σωτηρία σε αδιέξοδο.

Εντείνονται και πολλαπλασιάζονται οι ανησυχίες για την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα τα σχετικά με την αλλαγή κλίματος και την υπερθέρμανση του πλανήτη με το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Άρθρο της Guardian Weekly της 5.12.2008 αναφέρεται σε μελέτη του Κέντρου Tyndall για την Έρευνα της Αλλαγής του Κλίματος. Κατά τη μελέτη αυτή ένας περιορισμός από 6% μέχρι 8% των εκπομπών αερίων καύσεως είναι απαραίτητος ετησίως, ώστε πιθανόν να εξασφαλισθεί η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά δύο μόνο βαθμούς. Η μελέτη διευκρινίζει ότι για να είναι βέβαιο το αποτέλεσμα που θα εμποδίζει την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά δύο βαθμούς, οι εκπομπές αερίων θα πρέπει να περιορισθούν τουλάχιστον κατά 8% ετησίως.
Μια τέτοια προσπάθεια δεν φαίνεται να είναι δυνατή, αφού προϋποθέτει ριζική αναδιοργάνωση των οικονομικών και παραγωγικών δραστηριοτήτων σε παγκόσμια κλίμακα. Η μελέτη του Κέντρου Tyndall αναφέρει ότι ακόμη και ένας περιορισμός των εκπομπών αερίων καύσεως της τάξης του 1% ετησίως σημαίνει οικονομική κρίση και μείωση της παραγωγής. Για παράδειγμα, αναφέρεται ότι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης είχε ως αποτέλεσμα εκπομπές καυσαερίων μειωμένες κατά 5% το έτος. Ωστόσο, θα πρέπει να λάβουμε υπ΄ όψη ότι αμφότερες οι προτάσεις της βρετανικής κυβέρνησης και της νέας αμερικανικής προεδρίας προβλέπουν μείωση των εκπομπών καυσαερίων κατά 80% μέχρι το 2050, πράγμα που σημαίνει μείωση των εκπομπών καυσαερίων κατά 2% το χρόνο. Αλλά πάλι η μελέτη του Κέντρου Tyndall συμπεραίνει ότι ένα τέτοιο αποτέλεσμα σημαίνει αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη πάνω από 4 βαθμούς, με πιθανά επακόλουθα τη διάλυση της κοινωνικής πολιτικής και οικονομικής τάξης, όπως είναι σήμερα γνωστές.
Όλα αυτά τα επιθυμητά αποτελέσματα προϋποθέτουν συνολική αντικατάσταση των μορφών ενέργειας που χρησιμοποιείται σήμερα. Το κόστος είναι αστρονομικό. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις των πλουσίων κρατών έχουν ήδη θέσει σε εφαρμογή ένα παρόμοιο σχέδιο, αλλά για άλλο σκοπό. Υπολογίζεται ότι οι ΗΠΑ έχουν ήδη ξοδέψει 4,2 τρισεκατομμύρια δολάρια για να συγκρατήσουν την χρηματοπιστωτική κρίση. Το ποσό αυτό υπερβαίνει το συνολικό ποσό που ξοδεύτηκε κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σε σημερινές τιμές. Είναι παράδοξο το γεγονός ότι ξοδεύονται τεράστιοι πόροι για να επανέλθουμε σε μια κατάσταση ανάπτυξης, που μας οδηγεί κατευθείαν σε μία νέα κρίση, οικολογική αυτή τη φορά, για την οποία θα χρειασθεί να ξοδευτούν ακόμη περισσότεροι πόροι.
Όπως τα πράγματα εξελίσσονται, φαίνεται ότι θα ήμαστε η γενεά που σώζει τις τράπεζες, αλλά αδιαφορεί για την καταστροφή του πλανήτη.
Στις προτάσεις αυτές του Κέντρου Tyndall η αμερικανίδα μελετήτρια Sharon Astyk παρατηρεί ότι η κατάσταση είναι περίπλοκη, αφού η αντικατάσταση της παγκόσμιας υποδομής παραγωγής ενέργειας με την κατάλληλη υποδομή, ώστε να μην εκπέμπονται καυσαέρια που δημιουργούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, απαιτεί τερατώδη ενεργειακή προσπάθεια με αποτέλεσμα τεράστια ποσά αερίων καύσης. Αυτό γιατί απαιτείται η γρήγορη κατασκευή και λειτουργία ανεμογεννητριών, φωτοβολταϊκών κυττάρων, ηλεκτρικών αυτοκινήτων και άλλων διατάξεων για εναλλακτική ενέργεια. Αυτό όμως είναι αρκετό για να προωθήσει την αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από τα κρίσιμα όρια στα οποία προσπαθούμε να μη φθάσουμε. Εκείνο που προτείνεται ως λύση είναι ο περιορισμός της κατανάλωσης ενέργειας κατά 50% μέσα σε πέντε χρόνια και αυτό με περιορισμένη τεχνολογική υποστήριξη και υποδομή.
Οι προτάσεις αυτές είναι σε πρώτη ματιά αδιανόητες. Ο προτεινόμενος περιορισμός της κατανάλωσης ενέργειας κατά 10% ετησίως χωρίς τεχνολογική επανάσταση σημαίνει αντίστοιχο περιορισμό της παραγωγής και της κατανάλωσης. Δηλαδή, μια οικονομική κρίση πολύ μεγαλύτερη από αυτή που ήδη διανύουμε και από οποιαδήποτε άλλη από όσες έχουν συμβεί. Δεν υπάρχει οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που μπορεί να υποστεί μια μεταβολή τέτοιας κλίμακας.
Το αδιέξοδο των μελετητών αποδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος και την αδυναμία επίλυσής του με συμβατικά μέσα. Εν τέλει, φαίνεται να επαληθεύεται η πρόβλεψη ότι η λύση του οικολογικού προβλήματος περνά μέσα από μορφές φτώχειας και απαιτεί ριζικά πολιτικά και κοινωνικά μέτρα, όσο και κοινωνική συναίνεση σε παγκόσμιο επίπεδο.

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008

Η αγγελοφύλακτη πόλη της Ξάνθης και τα μοναστήρια της.

Αυτός που βρίσκεται μέσα στην πόλη της Ξάνθης, ή έρχεται προς την Ξάνθη από την πεδιάδα, βλέπει πάντα κάποια, ή όλα, από τα τρία μοναστήρια της. Η θέα των μοναστηριών συμπληρώνει τη γοητευτική εικόνα της Παλιάς Πόλης και στεφανώνει τα γύρω υψώματα, τα οποία χωρίς τα μοναστήρια θα φαινόταν άξενα και απειλητικά. Σήμε­ρα, με την ανέγερση σύγχρονων πολυόροφων οικοδομών, τα μονα­στήρια της Ξάνθης δεν είναι πια αμέσως ορατά. Ωστόσο, η παρουσία των μοναστηριών συνεχίζει να εντυπωσιάζει. Τόσο, που ο ευαίσθητος επισκέπτης έχει τη βεβαιότητα πως περιβάλλεται από ιερή προστασία, ενώ ο κάτοι­κος της πόλης ασυναίσθητα αντιλαμβάνεται την παρουσία των μοναστη­ριών ως πηγή οικείωσης και σιγουριάς.
Σύμφωνα με παλιές τοπικές προφορικές παραδόσεις οι χριστιανοί κάτοικοι της Ξάνθης θέλουν την πόλη τους αγγελοφύλακτη. Τα μοναστή­ρια της Παναγίας της Αρχαγγελιώτισας, της Παναγίας της Καλαμούς και των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, καθώς και το μοναστηράκι του Αγίου Νικολάου στα αβαθή της λιμνοθάλασσας της Βιστωνίδας, σχηματίζουν σταυρό και καθαγιάζουν το χώρο, εξασφαλίζοντας μόνιμη θεία παρου­σία και ιερή προστασία.
Ολόκληρη η ευρεία περιφέρεια της πόλης καθαγιάζεται, αφού, σύμφωνα με την παράδοση, η πόλη και η περιφέρεια της προστατεύονται από τον Τίμιο Σταυρό. Η πόλη είναι «σταυρωμένη» και τα μοναστήρια της είναι «σταυράτα». Το «σταύρωμα» σημαίνει την καθαγίαση από τον σταυρό, ενώ τα «σταυράτα» είναι τα κτίσματα και τα σημεία που φέρουν τον σταυρό.
Αυτό δεν είναι μόνο μία τοπική παράδοση, αλλά κάτι γενικότερο, το οποίο μας συνδέει με τη βυζαντινή Ξάνθεια και τη βυζαντινή πολεοδο­μική αντίληψη.
Βαθύ μυστήριο καλύπτει τη βυζαντινή Ξάνθεια και τα ίχνη της είναι ελάχιστα. Μας είναι άγνωστη η ιστορία των μοναστηριών της σημερινής Ξάνθης, τα οποία κτίζονται και ξανακτίζονται στις ίδιες βάσεις μετά από καταστροφές και θεομηνίες. Η γνωστή σε μας ανοικοδόμηση τους γίνε­ται μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του 1829, οι οποίοι ισοπέδωσαν ολόκληρη την πόλη. Τα μοναστήρια της Ξάνθης πρέπει να χρονολο­γούνται από τη μεσοβυζαντινή ή την υστεροβυζαντινή περίοδο, όπως φαίνεται από ίχνη στα καθολικά τους.

Οι παρατηρήσεις μας δεν σταματούν εδώ στα μοναστήρια, έξω από την πόλη, αλλά πρέπει να επεκταθούν και στον χώρο της πόλης.

Στον ιστορικό οικισμό, λοιπόν, που σήμερα ονομάζουμε «Παλιά Πόλη», δεν υπάρχουν κτίσματα παλιότερα από τη δεκα­ετία του 1830. Πρόκειται για μία νέα πόλη, που κτίζεται, μετά την ισο­πέδωσή της από τους σεισμούς, πάνω στα περιγράμ­ματα των δρό­μων και των οχυρώ­σεων, τα οποία διατη­ρούνται για αιώνες.
Η Ξάνθεια, ως τειχι­σμένος οικισμός, έχει κυκλική περίμετρο με ακρόπολη στο βόρειο άκρο. Ένας κύριος δρόμος φαίνεται να διασχίζει την Παλιά Πόλη από την Ανατολή προς τη Δύση, ενώ ένας δεύτερος κύριος δρόμος κάθετος του προηγούμενου, οδηγεί προς τον Βορρά. Εκεί που οι δύο δρόμοι τέμνονται κάθετα, βρίσκεται το κέντρο της πόλης και η κύρια εκκλησία της πόλης.
Πρόκειται για τη ρωμαιοβυζαντινή «μέση» οδό, πού μαζί με τον κάθε­τό της δρόμο από το Νότο προς τον Βορρά σχηματίζουν σταυρό. Στο σημείο τομής των δρόμων ορίζεται ο «ομφαλός» της πόλης. Ο «ομ­φα­λός» είναι συνήθως η πλατεία της πόλης, όπου και η κύρια εκκλησία. Εκεί, με πόλο τον σταυρό της εκκλησίας, προεκτείνεται μυστικώς ένας κατα­κόρυφος νοερός άξονας πάνω προς τον ουρανό και κάτω προς το Ναδίρ. Ένα κοσμολογικό σταυρικό σύμ­βολο σε τρεις διαστάσεις σχηματίζεται και περιλαμβάνει το χωρικό και το ουράνιο σύμπαν. Με άλλα λόγια, πρόκειται για τυπικό βυζαντινό μυστικό συμβολισμό, γνωστό από τις μεγαλειώδεις συλ­λήψεις τού Μεγάλου Κωνσταντίνου κατά τον σχεδιασμό της Νέας Ρώ­μης-Κωνσταντινού­πολης. Έχουμε εδώ, μία ιερή και όχι αντικειμενική-επιστημονική γεωγραφία. Ο βυζαντινός άνθρωπος ζητά να συνδέσει τον κοσμικό χώρο με το ουράνιο επέκεινα και να ιεροποιήσει τον κόσμο.
Ανάλογο πολεοδομικό συμβολικό-μυστικό σχεδιασμό συναντάμε σε πολλές πόλεις της βυζαντινής εποχής, όπως π.χ., στη Θεσσαλονίκη, τη Νίκαια της Βιθυνίας, την Αδριανούπολη, την κάτω πόλη της Μονεμ­βασίας και τη Ραιδεστό.

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία φύση, περιβάλλον και άνθρωπος θεω­ρούνται ως ενότητα και καθαγιάζον­ται. Δεν υπάρχει η κυρί­αρχη στη Δύση διάσταση του πραγματικού και του υπερβατικού κόσμου. Είναι όπως η βυζαντινή ζωγραφική παράδοση, κατά την οποία εικονίζεται μία πνευματική μετουσίωση σε αντίθεση προς τη ζωγραφική της Δύσης, κατά την οποία τα πράγματα εικονίζονται φυσιοκρατικά και αισθητικά.
Τέτοιες απλές, πλην ασυνήθιστες, παρατηρήσεις και διαπιστώσεις ίσως ξενίσουν. Συχνά αποκτούμε τη βεβαιότητα ότι ο εκσυγχρονισμός και ο παγκοσμιοποιημένος συρμός μας υποχρεώνουν να περιφρο­νού­με, ή να απορρίπτουμε ό,τι μας φαίνεται ξεπερασμένο ή ό,τι δεν θέλου­με, ή δεν μπορούμε πια, να καταλάβουμε. Άλλοτε πάλι, μας κυριεύει η εντύ­πωση ότι χάσαμε τα χαρακτηριστικά μας ως ιστορικός λαός, και αυτό μας στεναχωρεί. Πίσω από αυτές τις στάσεις βρίσκεται το γεγονός της αποϊεροποίησης του χώρου, που επιχειρεί ο Δυτικός Πολιτι­σμός με αποκορύφωμα τη δημιουργία του μη-τόπου και την αποξένωση του ανθρώπου.Ωστόσο, η καθημερινή πραγματικότητα, όπως η αίσθηση της παρου­σίας των αγγέλων στην ευρεία περίμετρο της πόλης της Ξάνθης, δημι­ουργεί παρήγορη, ελπιδοφόρα διάθεση και μας υπενθυμίζει το βυζαντι­νό μας παρελθόν.

Η πόλη της Ξάνθης και η γενικότερη σημασία της.

Έχει πλέον αναγνωριστεί ότι η τοπικότητα – η ενασχόληση με κάποιο συγκεκριμένο τόπο – είναι ένας βασικός συντελεστής της ταυτότητας και της αυτογνωσίας. Σήμερα κυριαρχεί ένας συρμός και μία τάση για εξαφάνιση των τοπικών χαρακτηριστικών. Απαιτείται εξομοίωση λαών και περιβαλλόντων με πίεση στους πολιτισμούς, οι οποίοι δεν συμβιβάζονται με αυτό που επιβάλλεται από την παγκόσμια τάξη και τον λεγόμενο παγκόσμιο πολιτισμό. Οι ιδιαιτερότητες, το χαρακτηριστικό και οι πολιτισμικές ιδιομορφίες είναι, λοιπόν, αυτά τα πολύτιμα και αναντικατάστατα για πολλούς στοιχεία, τα οποία, πριν από μερικά χρόνια ο μοντερνισμός και σήμερα η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, θέτουν υπό αμφισβήτηση και ίσως υπό εξαφάνιση.
Η πόλη της Ξάνθης διαθέτει ορισμένα στοιχεία τα οποία έχουν, κατά τη γνώμη μας, μεγάλη σημασία στη σημερινή προβληματική, όπως σαν Έλληνες τη διαισθανόμαστε και όπως εμφανίζεται γενικότερα. Θέλουμε να πούμε ότι στην Ξάνθη, διατηρείται ένας εκτεταμένος οικισμός, αυτό που λέμε παραδοσιακό οικισμό, ο οποίος ίσως είναι ο μεγαλύτερος και καλύτερα διατηρούμενος παρόμοιος οικισμός στο χώρο της Βόρειας Ελλάδας. Αυτό όμως δεν είναι το μόνο. Ο οικισμός της Παλιάς Ξάνθης ίσως είναι το καλύτερα και πληρέστερα διατηρούμενο δομημένο δείγμα της κοινοτικής οργάνωσης των Ελλήνων κατά την ύστερη Τουρκοκρατία, που διατηρείται στον ελλαδικό χώρο. Αφού βέβαια, έξω από τα ελληνικά σύνορα υπάρχει η Κωνσταντινούπολη.
Με την αντίληψη αυτή η πόλη της Ξάνθης είναι μία ιστορική μαρτυρία της ανόδου και του εκσυγχρονισμού των Ρωμηών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον 19ο αιώνα, μια εποχή ακμής και ανόδου του Ελληνισμού γενικότερα, κατά την οποία εμφανίζεται πάλι η χαρακτηριστική στους Έλληνες οικουμενικότητα. Η Ξάνθη οικοδομείται μετά τούς καταστρεπτικούς σεισμούς του 1829 πάνω στα ερείπια και με πυρήνα τις εκκλησίες, που υπήρχαν μάλλον από την εποχή της βυζαντινής Ξάνθειας.
Οι ρωμαίικοι πληθυσμοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συγκροτούνται με βάση το θεσμό των κοινοτήτων γύρω από την Εκκλησία. Ταυτόχρονα υιοθετούν μία αντίληψη για τον εκσυγχρονισμό, κατά την οποία οι ιδιαιτερότητές τους παραμένουν σε συμφωνία με την παράδοση. Αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και εξόχως επίκαιρο.
Οι Ρωμηοί γίνονται φορείς του εκσυγχρονισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ανέρχονται για να αποτελέσουν, σε λίγες δεκαετίες, ένα μεγάλο τμήμα της αστικής τάξης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Ρωμηοί φτάνουν να ελέγχουν, κατά το τέλος του 19ου αιώνα, σημαντικά οικονομικά μεγέθη, όπως το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο, τη μεταποίηση και το τραπεζικό σύστημα, ενώ το 1912 αποτελούν το 13% του πληθυσμού της αυτοκρατορίας, έχοντας δυσανάλογα μεγάλη οικονομική ισχύ σε σχέση με τούς αριθμούς τους. Στην πόλη της Ξάνθης κυριαρχούν απόλυτα και ελέγχουν την κατεργασία και το εμπόριο του καπνού. Παρά τούτο, εντυπωσιακή είναι η αρμονική συμβίωση στην πόλη, όπως και η συνύπαρξη διαφόρων εθνοτικών ομάδων. Οι Ρωμηοί δημιουργούν ένα εμπορικό, βιομηχανικό, οικονομικό και αστικό κέντρο και ανοικοδομούν την πόλη ως ένα χαρακτηριστικό οικισμό επηρεασμένο από τις δυτικές αισθητικές αντιλήψεις κατά την περίοδο της μπελ επόκ.
Η συνύπαρξη αρχιτεκτονικών ρυθμών από τη Δύση και την Ανατολή, ο εκλεκτικισμός και η μίμηση των αστικών προτύπων της Κωνσταντινούπολης και της Κεντρικής Ευρώπης είναι και σήμερα εμφανή στον προστατευόμενο διατηρητέο οικισμό της Παλιάς Ξάνθης. Πρόκειται για ένα οικισμό κτισμένο κυρίως μετά το 1870 από Ηπειρώτες και Μακεδόνες μαστόρους, οι οποίοι μεταφέρουν τις κατά παράδοση μορφές της Ηπείρου και της Μακεδονίας, αλλά και πραγματοποιούν εντυπωσιακές κατασκευές σε σχέδια ξένων αρχιτεκτόνων. Η αίγλη των μορφών της Δυτικής Ευρώπης προς την οποία προσβλέπουν οι κοσμοπολίτες έμποροι του καπνού, όπως και η γοητεία του νεοκλασικισμού του ελεύθερου Ελληνικού Βασιλείου μεταφέρεται στις αρχιτεκτονικές μορφές των νέων κτισμάτων. Αυτό που σήμερα σώζεται μένει, σε μεγάλο βαθμό, άθικτο χάρη στις προσπάθειες ορισμένων ανθρώπων, αλλά και χάρη στη συναίνεση των κατοίκων της πόλης.
Είναι, λοιπόν, η Παλιά Ξάνθη ένα δομημένο παράδειγμα ελληνικής ζωής, το οποίο δεν εξαφανίστηκε, όπως έγινε σε άλλες πόλεις του βορειοελλαδικού χώρου η γενικότερα της Ελλάδας. Μετά την οικονομική απογείωση της χώρας, κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, το ήδη δομημένο περιβάλλον στις ελληνικές πόλεις ανοικοδομήθηκε εκ νέου και έχασε τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά του με τη δημιουργία ενός χώρου, ο οποίος συχνά έχει το χαρακτήρα του μη‑τόπου. Δηλαδή, δεν διαθέτει ιδιαίτερα πολιτιστικά και αισθητικά χαρακτηριστικά και δεν μπορεί να εσωτερικευθεί. Ήδη, όμως, βρισκόμαστε σε μία κατάσταση, στην οποία οι ιδιαιτερότητες και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά γίνονται πάλι αξίες και αιτήματα αναγέννησης.
Για την πόλη της Ξάνθης η ύπαρξη ενός τόσο εκτεταμένου και σημαντικού οικισμού είναι ένα πλεονέκτημα και ένας πλούτος, ο οποίος ίσως δεν είναι γνωστός στον ευρύτερο ελληνικό χώρο. Ευτυχώς υπάρχουν ευαίσθητοι άνθρωποι, οι οποίοι αισθάνονται την ανάγκη να αποτυπώσουν τον χαρακτήρα της πραγματικότητας αυτής και να την περιγράψουν. Αναφερόμαστε στις εκδόσεις που αφορούν την ιστορία, την περιγραφή και την έκφραση της πόλης, οι οποίες πιστοποιούν και ένα χαρακτηριστικό δυναμισμό της πόλης αυτής.

Η Μεγάλη Ιδέα του Νέου Ελληνισμού.

Οι αναφορές σήμερα στη Μεγάλη Ιδέα συνεπάγονται κατά κανόνα μια αρνητική διάθεση, αφού η Μεγάλη Ιδέα είναι σήμερα αντιληπτή ως αλυτρωτική ιδεολογία, ενώ ως έννοια φέρει το βάρος της εθνικιστικής της μορφής κατά την τελευταία καταστρεπτική της φάση. Ωστόσο, η Μεγάλη Ιδέα του Νέου Ελληνισμού έχει διαστάσεις που επιμένουμε να αγνοούμε. Η μεγάλη συμφορά της Ελλάδας της Συνθήκης των Σεβρών και η συνακόλουθη καταστροφή του Μείζονος Ελληνισμού της Ανατολής, μας κάνουν να αισθανόμαστε αποτροπιασμό σε ό,τι αφορά στη δραματική επιχείρηση πραγματοποίησης της Μεγάλης Ιδέας. Επίσης, η ιδεοληπτική αντίθεση της ιδεολογικά κυρίαρχης ελληνικής αριστεράς, φέρει μέρος της ευθύνης για την άγνοια όλων των πλευρών της πραγματικότητας της Μεγάλης Ιδέας. Σήμερα, η συγκέντρωση του Ελληνισμού στην ευρωπαϊκή κοιτίδα του εξαφάνισε την αλυτρωτική βάση της Μεγάλης Ιδέας. Η φαναριώτικη αντίληψη της Ελληνοτουρκικής Αυτοκρατορίας μας είναι σήμερα άγνωστη και ακατανόητη, ενώ δεν θέλουμε να παραδεχθούμε ότι η προσπάθεια λύσης του Ανατολικού Ζητήματος από τούς Βενιζέλο-Λόϋδ Τζωρτζ ήταν αναπόφευκτη, παρά το τεράστιο σφάλμα του Βενιζέλου να επιδιώξει τη Μικρασιατική εμπλοκή. Δεν θέλουμε να αναφερόμαστε στο ότι ο Ελληνισμός στηρίχθηκε κατά την Τουρκοκρατία στην πίστη μιας αναπόφευκτης ιστορικής δικαίωσης, ήγουν στη Μεγάλη Ιδέα. Ούτε θέλουμε να αναγνωρίσουμε ότι προϋπόθεση της δημιουργίας του Ελληνικού Κράτους και κεντρική ιδεολογία του είναι η Μεγάλη Ιδέα. Κατηγορούμε τη Μεγάλη Ιδέα, χωρίς να κατανοούμε ότι ο νεοελληνικός εθνικισμός είναι μία παθολογία της Μεγάλης Ιδέας, η οποία υπάρχει έξω από στενόκαρδους εθνικισμούς. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που πάντα βρίσκεται μαζί με την ιστορική κρίση ταυτότητας του Ελληνισμού, χαρακτηρίζει τούς στόχους του για αιώνες, και συνεχίζει να τούς χαρακτηρίζει ακόμη και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή : πρόκειται για τη θέση της Ελλάδας και, κυρίως, για τη θέση του ελληνικού πολιτισμού στα πράγματα της Ανατολής αλλά και της Δύσης.Ο Αυτοκράτωρ Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος, λίγο πριν τη μεγαλειώδη και συγκινητική είσοδό του στην απελευθερωμένη από τη λατινική κυριαρχία Κωνσταντινούπολη, (15 Αυγούστου 1261), διαγράφει σε λόγο του τα μελλοντικά πλαίσια της Μεγάλης Ιδέας, υπαινισσόμενος ένα αίτημα της ελληνικής πραγματικότητας ως πολιτικού και πνευματικού οδηγού ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή και αναζητώντας, για μία τελευταία φορά, την ηγετική μας θέση στη διεθνή σκηνή. Εδώ, στην αυγή του Νέου Ελληνισμού, συναντάται το όραμα του Μιχαήλ Παλαιολόγου με την ανάδειξη από τον Πλάτωνα, κατά την ελληνική αρχαιότητα, της μυθικής συμβολικής Αθήνας ως υπερασπίστριας της κοσμικής τάξης.Σήμερα, κάτι ανάλογο φαίνεται να βρίσκεται έξω από τα όρια του Ελληνισμού. Για ένα τέτοιο κοσμοϊστορικό εγχείρημα απαιτούνται προϋποθέσεις, όπως η μάλλον αδύνατη διάλυση του τουρκικού εθνικιστικού μορφώματος, καθώς και η υπέρβαση της καθολικής κρίσης του Ελληνισμού. Επί πλέον, η σημερινή Ελλάδα είναι μία μικρή χώρα χωρίς ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα. Η ελληνική γλώσσα ομιλείται μόνο από λίγα εκατομμύρια ανθρώπους και τα όποια επιτεύγματά μας δεν γίνονται γνωστά. Πλην, ο Νέος Ελληνισμός διατηρεί παραδόξως τον ιδεολογικό πυρήνα της Μεγάλης Ιδέας. Αν και το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την πρόσφατη προσέγγιση της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, φαίνεται να στερείται τελεσίδικα ιστορικής δικαίωσης. Παραδόξως όμως, η συνείδηση του έθνους που υπήρξε μεγάλο, είναι ζωντανή. Μόνιμη αναφορά μας είναι ο μέγιστος κλασικός πολιτισμός και το μεγαλείο της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας. Υπάρχει, πάντα και παντού, η αίσθηση της αναπόφευκτης αποκατάστασης στα βάθρα, στα οποία όχι μόνο για μία στιγμή, είχαμε ανυψωθεί. Γι’ αυτό οι κατηγορίες για εθνική μεγαλομανία είναι μάλλον άδικες, αν και μας κυνηγά πάντοτε η αντίληψη του "βασιλικού γένους", που είναι, βέβαια, μία επικίνδυνη αντίληψη. Το ζήτημα του μέλλοντος του Ελληνισμού τίθεται έτσι ασυνειδήτως σε διαχρονική βάση : σε αυτή της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, του μεγαλείου και της υποθήκης της παράδοσης.

Ο αρχαίος κόσμος χωρίς την ελληνική γλώσσα.

Θα αναφερθούμε στον άτλαντα του αρχαίου κόσμου, τον οποίο εξέδωσε το 2000 το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και που ονομάζεται Ατλας του Barrington. Ονομασία που δώθηκε από ένα από τα ιδρύματα που χρηματοδότησε το όλο έργο.


Πρόκειται για μεγάλης κλίμακας και σημασίας συλλογικό έργο, με το οποίο επιχειρείται η χαρτογράφηση του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου, από την Καληδονία και την Ισπανία, μέχρι την Αιθιοπία, τη Βακτρία και την Ινδική υποή­πει­ρο και από τη Γερμανία και τη Σκανδι­ναβία μέχρι τη Μαυριτανία, τη Νουμιδία και την Αραβία. Ο χώρος αυτός εκτείνεται σε 75 σύγχρονα κράτη και η χαρτογράφησή του αφορά χρονολογικά την περίοδο από την αρχαϊκή Ελλάδα μέχρι την ύστερη αρχαιότητα και την τελευταία περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατο­ρίας. Δεν πρόκειται, βέβαια, για ιστορικό άτλαντα, αλλά για γεωγραφική απεικό­νιση με ιστορικές αναφορές. Ο Άτλας Barrington φιλοδοξεί να είναι η πληρέ­στε­ρη μέχρι σήμερα χαρτο­γράφηση του αρχαίου κόσμου. Οι υπάρχον­τες ανάλογοι άτλαντες είναι ο σύγχρονος Tübinger Atlas des Vorderen Orients και η ανατύπωση του Άτλαντα του Heinrich Kiepert, που χρονολογείται από τον 19ο αιώνα.
Ο σκοπός του Άτλαντα Barrington είναι να πραγματοποιήσει μία παρά­σταση του χώρου με τα φυσικά και πολιτικά χαρακτηριστικά του αρχαίου ελληνορωμαϊκού κόσμου με βάση όλα τα τεκμηριωμένα ιστο­ρικά, επιγραφικά και αρχαιολογικά ευρήματα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Το έργο αυτό απευ­θύνεται σε βιβλιοθήκες, πανεπι­στή­μια, ειδικούς μελετητές, αλλά και τη μερίδα του κοινού που ενδια­φέρεται για την αρχαιότητα. Άλλωστε, η τιμή του χάρτη τον καθιστά σχετικά προσιτό στο ευρύ κοινό.
Ο Άτλας Barrington αποτελείται από 102 χάρτες οι οποίοι καταλαμ­βά­νουν 175 σελίδες, συμπληρώνεται με ευρετήριο ονομάτων και συνο­δεύεται από δυο τόμους με σύνολο 1500 σελίδων με σχόλια, πηγές και βιβλιο­γραφία που καλύπτουν σχεδόν κάθε τοπωνύμιο του Άτλαντα, από τα 26000 που περιλαμβάνονται στο ευρετήριο. Τα σχόλια με τις πηγές και τη βιβλιο­γρα­φία δίδονται χωριστά ανά χάρτη και, επιπροσθέτως, δίδονται και σε ηλεκτρο­νική μορφή (σε CD-Rom).
Οι χάρτες έχουν σχεδιαστεί από ένα εντυπωσιακό διεθνές σώμα από 140 περίπου ερευνητές, των οποίων έκαστος έχει καλύψει τον γεω­γραφικό χώρο της ειδίκευσής του. Σημειώνουμε ότι μόνον δύο από το σύνολο των 140 ερευνητών είναι Έλληνες. Οι χάρ­τες σχεδιάστηκαν σε κλίμακα 1:500.000 και 1:1.000.000, με εξαίρεση τις περιοχές των Αθηνών, της Ρώμης και του Βυζαντίου/Κωνσταν­τινούπολης, για τους οποίους ή κλίμακα είναι 1:150.000. Επίσης, λίγοι γενικοί ή περιφερειακοί χάρτες σχεδιάστηκαν σε κλίμακα 1:5.000.000 ή 1:10.000.000. Οι χάρτες είναι γεωφυσικοί και περιλαμβάνουν υψομετρικές καμπύλες. Ο Άτλας Barrington δεν συμπεριλαμβάνει σχέδια πόλεων, κάτι που ίσως είναι απαραίτητο σε ένα έργο τέτοιας πληρότητας και τέτοιας κλίμακας.
Ο Άτλας Barrington πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας (Η.Π.Α.), υπό την διεύθυνση του ιστορικού Richard J.A. Talbert, καθηγητή στο ίδιο Πανεπιστήμιο και κόστισε ένα σημαντικό ποσό.
Η εκπόνηση και η εκτύπωση των χαρτών είναι πολύ καλές και αισθη­τικά ικανοποιη­τικές, χωρίς όμως να προσθέτουν τίποτε στη μέχρι σήμερα χαρτογραφία. Η βιβλιογραφία, οι πηγές, οι αναφορές και τα ευρετήρια είναι πολύ καλά και χρηστικά οργανωμένα.

Η πληρότητα των χαρτών του άτλαντα του Barrington είναι μεν εντυπωσιακή, μας αφήνει, όμως, όπως και για τους υπόλοιπους χάρτες, την υπο­ψία ότι κάτι λείπει, ότι κάτι δεν είναι οικείο. Αναφέρουμε μερικά σημεία που κατά τη γνώμη μας δημιουργούν την εντύπωση της ατέλειας:
― Οι μελετητές δεν αναφέρονται σε όλη την πρόσφατη και σύγ­χρονη ελληνική βιβλιογραφία. Ίσως γιατί δεν γνωρίζουν τη Νέα Ελληνι­κή. Στην τεκμηρίωση των χαρτών δεν αναφέρονται ελληνικά περιοδικά ή τοπικές εκδόσεις. Ακόμη και άρθρα δημο­σιευμένα σε διεθνή ιστορικά περιοδικά έχουν παραληφθεί. Αρκετά αρχαία τοπωνύμια δεν αναφέρονται στον χάρτη, όπως π.χ. η Ορεστειάς (ή Ορεστιάς). Αλλά σημειώνουμε και παράλειψη της Κωνσταντινού­πολης ως Νέας Ρώμης, αφού αυτό είναι το επίσημο όνομά της.
― Δεν γίνεται πουθενά αναφορά στις ποικίλες μορφές των ελληνικών τοπωνυμιών (π.χ. μόνον Bisanthe/Rhaidestos ,όχι Βισάνθη/‘Ραιδεστός), ενώ παραλείπονται: η ‘Ρησιστός, η ‘Ροσιστός, το ‘Ραιδεστός, ή μεταγενέστερα, το Ραιδεστό, η Ροντόστος, το Ροντόστο, το Ροντοστό· επίσης μόνον Serreion Teichos/Ganos (όχι Σέρρειον Τείχος/ Γάνος), ενώ παραλείπονται τα: ο Γάν(ν)ος, η Γάν(ν)ος, το Γάν(ν)ος, η Γανίας, η Γανίδα, η Γανιάδα καί η Γανιάς.
― Δεν καταγράφονται ούτε αναφέρονται μνημεία, όπως π.χ. οι τύμβοι της θρακικής υπαίθρου. Τέτοια μνημεία δεν καταγράφονται σε πολλούς χάρτες του Άτλαντα (με χαρακτηριστική περίπτωση τους χάρτες της Αιγύπτου). Ωστόσο, καταγράφεται αριθμός μακεδονικών φρουρίων – οχυρών στην κάτω Ροδόπη / περιοχή Νέστου. Επίσης καταγρά­φονται μακρές οχυρώ­σεις, λατομεία, μεταλλεία, δρόμοι και γέφυρες, ενώ στον χάρτη της Αττικής καταγράφονται και οι ναοί.
― Σε σχέση πάλι με την ελληνική γλώσσα, κακή εντύπωση δημιουργεί το πλήθος των λαθών και οι αβλεψίες, όπου στην βιβλιογραφία ανα­γράφονται ελληνικά. Αυτό, βέβαια, είναι αδικαιολόγητο για ένα τόσο σοβαρό έργο, μεγάλης κλίμακας, για το οποίο επιστρατεύτηκαν άφθονα μέσα.
― Είναι κατά τη γνώμη μας, εμφανής η απουσία της ελληνικής γλώσ­σας και της ελληνικής γραφής από τα τοπωνύμια, αφού όλα αναφέ­ρονται με τη λατινική – αγγλική εκδοχή. Οι ονομασίες, όπως και οι λέξεις, φέρουν σημασιολογική, εννοιολογική και συναισθηματική φόρτι­ση, αλλά και τον τρόπο μέσα από τον οποίο προσεγγίζουμε την ουσία τους. Όταν τα πράγματα ονομάζονται αλλιώς, τα πράγματα αλλοτριώ­νονται. Θα προτιμούσαμε την παρά­θεση των ελλη­νικών ονομάτων στην ελληνική. Αυτό θα είναι ένας Άτλαντας του Ελληνικού Κόσμου.

Η χρήση της ελληνικής γλώσσας αφορά σε ένα γενικότερο μεθοδο­λογικό και φιλο­σοφικό ζήτημα και ίσως εδώ θα είχαμε μία ευκαιρία για να κάνουμε μερικές παρατηρήσεις, που οδηγούν όμως πολύ μακριά.
Η απουσία της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής γραφής σε έναν Άτλαντα του Ελληνικού Κόσμου της αρχαιότητας, αποκαλύπτει, κατά την γνώμη μας, ουσιαστικά προβλήματα τα οποία χαρακτηρίζουν την μακραί­ωνη ελληνική παρουσία.
Θα αναφερθούμε στην πρόσφατη μεταστρουκτουραλιστική / μετα­μοντέρνα αντίληψη, αλλά και στην παλαιότερη αναλυτική φιλοσοφία, οι οποίες υποστηρίζοντας ότι η πραγματικότητα δομείται μέσω της γλώσσας, μας υποχρεώνουν να αντιμετωπίσουμε τις ονομασίες ως φέρου­σες οντολογικό περιεχόμενο και βάρος. Κατά τον Μάρτιν Χάιντεγγερ η γλώσσα ως «οίκος του Είναι» δημιουργεί μία μεταφυσική αντανάκλαση στη σχέση της με τα όντα. Ωστόσο, δύο διαφορετικές γλώσσες, πού πηγάζουν από διαφορετικές πολιτισμικές προϋποθέσεις, δεν είναι απλώς διαφορετικές αλλά ριζικά διάφορες ως προς τη φύση τους και τη μεταφυσική τους σχέση προς τα όντα. Ακόμη, σύμφωνα με την ολιστική άποψη για τη γλώσσα, διαφορετικά γλωσσικά συστήματα δημιουργούν διαφορετικά συστήματα νοηματοδότησης μέσα σε διαφο­ρετικά περιβάλλοντα. Αυτό σημαίνει ένα πολιτισμικό σχετικισμό, όπου διαφορετικές γλώσσες και ονομασίες δομούν διαφορετικές κοσμο­αντιλήψεις.
Η πολιτισμική διαφοροποίηση προς την Δύση και την Ανατολή λοιπόν, ως μόνιμο χαρακτηριστικό του ελληνικού κόσμου και αποτέ­λεσμα της ιδιαιτερότητας των Ελλήνων, σημαίνει και διαφορετική αντί­ληψη των ελληνικών πραγμάτων, όταν αυτά περιγράφονται μέσω μιας ξένης γλώσσας.
Στις διαπιστώσεις αυτές έρχεται να προσθέσει μία ακόμη επιβε­βαίωση ο Άτλας Barrington, ο οποίος συντάχθηκε από πολυεθνικό επιστημονικό επιτελείο και απευθυνόμενος σε διεθνές κοινό μας γεννά την αίσθηση μιας παρουσίασης που δεν μας φαίνεται ακριβής και μοιάζει ξένη προς ό,τι θεωρούμε δικό μας και αντιλαμβανόμαστε ως οικείο.

Ο μύθος του Πλάτωνα γιά την Ατλαντίδα.

Φιλόδοξους λόγιους, ανήσυχους ερευνητές, αλλά και κάθε είδους μυθομανείς, ευφάνταστους ψευδοεπιστήμονες και παραδοξολόγους αποκρυφιστές τροφοδοτεί για αιώνες η περιγραφή της Ατλαντίδας από τον Πλάτωνα στους διαλόγους του «Τίμαιος» και «Κριτίας». Η ατλαντιδολογία και η αντλαντιδομανία έχουν δώσει αφορμή στην έκδοση χιλιάδων βιβλίων και σε ατέρμονες συζητήσεις, επιστημονικές και μη. Τελείως πρόσφατα, ο γνωστός διανοούμενος και κλασικιστής Πιέρ Βιντάλ-Νακέ, μετά από πολύχρονη μελέτη του θέματος, δημοσίευσε περισπούδαστη, πλην παράδοξη μελέτη για την ιστορία και την εξέλιξη του θέματος. Πού δεν είναι, βέβαια, άλλο από το πού βρισκόταν η Ατλαντίδα και πότε.

Βρισκόμαστε μπροστά σε μια μνημειώδη σύγχυση του τι είναι μύθος και του τι είναι ιστορία και σε μια πλημμυρίδα μελετών και εκδόσεων που ξεκινούν από σαφείς παρερμηνείες. Γιατί ο συμβολισμός του μύθου, – που ήθελε να διατυπώσει ο Πλάτων – σπάνια συζητείται. Είναι μάλλον σαφές ότι πρόθεση του Πλάτωνα δεν ήταν η ιστορία και η ιστορική γεωγραφία. Ο ίδιος μάλιστα είχε μια απέχθεια για την ιστορία καθεαυτή.


 Πρόθεση του Πλάτωνα φαίνεται να ήταν μια μυθική πολιτική διήγηση. Σ’ αυτήν τα τότε πρόσφατα πολιτικά γεγονότα, όπως οι Περσικοί πόλεμοι και η ανάδειξη της Δημοκρατίας στην Αθήνα παίρνουν μυθικό συμβολικό χαρακτήρα. Με τον μύθο του της Ατλαντίδας ο Πλάτων αντιπαρατάσσει τον ελληνικό κόσμο στο πολιτικό και πολιτισμικό του αντίθετο. Ο μύθος τοποθετείται σε μια μακρινή προϊστορική εποχή, η οποία έχει ξεχασθεί. Η διήγηση γίνεται από Αιγύπτιο ιερέα που κατέχει τη χαμένη γνώση. Πρόκειται για μια εξιστόρηση, κατά την οποία το ορθό φρόνημα, το ήθος και η ανδρεία των ολιγάριθμων προϊστορικών Αθηναίων σώζουν την Ευρώπη και την Ασία από την κατακτητική επιδρομή των βασιλέων της νήσου Ατλαντίδας, που διαθέτουν απεριόριστους υλικούς πόρους και απόλυτη υπεροχή σε μηχανικά στρατιωτικά μέσα. Η κατ' εξοχήν ελληνική "πόλις", η Αθήνα, "πρόσφορος αρετή και φρονήσει", που έχει "πολλά ήμερα υψηλά δένδρα", αντιμετωπίζει μόνη τη βαρβαρική, ιμπεριαλιστική Ατλαντίδα, η οποία με τεράστια τεχνικά έργα έχει υποτάξει τη φύση στις υβριστικές επιδιώξεις της κυριαρχίας, της δύναμης, της πολυτέλειας και των απολαύσεων. Η περιγραφή της μυθικής Αθήνας, ως ιδεώδους πόλης και ως υπερασπίστριας της κοσμικής τάξης μέσα στον ορίζοντα της ιστορίας από τον Πλάτωνα, εκθειάζει το μέτρο, την αυτάρκεια και την περιφρόνηση των μεγεθών απέναντι στην πόλη της Ατλαντίδας, η οποία αλαζονικά παραβιάζει την κοσμική τάξη με την ύβρη των μεγεθών και την επιδίωξη της παγκόσμιας κυριαρχίας.

Πρόκειται για τη διατύπωση μιας μορφής μεγάλης ιδέας, σύμφωνα με την οποία η προϊστορική Αθήνα αναλαμβάνει ένα κοσμοϊστορικό ρόλο.Δεν είναι γνωστό το πώς κατόρθωσε η προϊστορική Αθήνα να κάμψει, μόνη και εγκαταλειμμένη από συμμάχους, τη δύναμη των Ατλάντων και πώς αντιμετώπισε την τεχνολογική και οικονομική τους υπεροχή, γιατί ο διάλογος "Κριτίας" παρέμεινε ημιτελής. Ωστόσο, η διήγηση είναι σαφής στο ότι την τελική νίκη των Αθηναίων συνόδευσε επέμβαση της Δίκης, μέγας κατακλυσμός, καθολική καταπόντιση και εξαφάνιση της Ατλαντίδας και γεωλογική καταστροφή, με διακοπή της ιστορικής συνέχειας της πόλης των Αθηνών.

Για μας σήμερα, το αντίστοιχο της Ατλαντίδας, όπως περιγράφεται από τον Πλάτωνα, δεν βρίσκεται στην εποχή του, ούτε στις ανατολικές βαρβαρικές μοναρχίες που το προαναγγέλλουν, αλλά στην ελληνορωμαϊκή εποχή και στη σύγχρονη πραγματικότητα˙ και ιδίως βρίσκεται στη σημερινή οικολογική πραγματικότητα, που, βέβαια, είναι έξω από ο,τιδήποτε μπορούσε ο Πλάτων να φανταστεί. Εκείνο που έχει ενδιαφέρον είναι η απαισιόδοξη εικόνα του μέλλοντος, ως μία κατάσταση έξω από το μέτρο, το μέσον, το πρέπον και την κοσμική τάξη, πράγμα που μόνο με ελληνικό τρόπο μπορεί να αντιμετωπιστεί, αλλά πάλι με αποτέλεσμα τη διακοπή της ιστορικής συνέχειας μετά από μία αναπόφευκτη σύγκρουση και καθολική καταστροφή. Έχουμε εδώ, τη σαφώς ελληνική αντίληψη, της χωρίς νόημα ιστορικής πορείας, που διακόπτεται και επιστρέφει ξανά στην αρχή.Η απόρριψη της κυριαρχίας της τεχνικής από τον Πλάτωνα, η καταδίκη της ιδέας της υποταγής της φύσης ως ιδέας βαρβαρικής, όπως και η δομή του μύθου σε σχέση με τα μεγάλα θέματα του αποκρυφισμού, είναι ίσως οι λόγοι που ο σημαντικός αυτός μύθος παραμένει μόνο στη διάθεση της αφελούς παραφιλολογίας και του παραδοξολογικού αποκρυφισμού.

Τα πειράματα στο CERN, ανεπίκαιρα;

Πολλά και μεγάλα είναι τα ερωτήματα που γεννούν οι ειδήσεις οι σχετικές με τα φιλόδοξα πειράματα στο CERN και την τερατώδη μηχανή που θα τα πραγματοποιήσει. Πού μπορεί να οδηγήσει η σύγχυση φυσικής επιστήμης και μεταφυσικής; Ποιά εμπιστοσύνη μπορούμε να έχουμε στη χρήση των ευρημάτων της φυσικής επιστήμης μετά τις εμπειρίες του 20ού αιώνα; Πόσο αναγκαία είναι η ανάλωση τέτοιων ερευνητικών πόρων, τη στιγμή που ανατρέπεται η οικολογική ισορροπία στον πλανήτη; Και, πόσο συμβιβάζονται τέτοιες προσπάθειες με τις σύγχρονες αντιλήψεις και ανάγκες ;
Τα πειράματα αυτά είναι τόσο φιλόδοξα ώστε να αναζητούν μία περιγραφή της γέννησης του σύμπαντος και τη γνώση ενός ενιαίου αξιώματος για την ερμηνεία της φύσης, πράγμα που σημαίνει την επαναδιατύπωση των βασικών φυσικών νόμων. Και, βέβαια, όλα αυτά συνεπάγονται την επικίνδυνη δυνατότητα που δημιουργείται για την περαιτέρω αποδέσμευση των δυνάμεων που περικλείονται στον φυσικό άπειρο μικρόκοσμο. Είναι σαν να επιστρέφουμε στη θετικιστική αισιοδοξία του 19ου αιώνα. Αισιοδοξία που διαψεύσθηκε πικρά από την τερατώδη δυνατότητα αυτοκαταστροφής που αποκτήθηκε και, έκτοτε, συνεχίζει να βυσσοδομεί κατά των πάντων και να μας απειλεί συλλήβδην όλους. Η φυσική επιστήμη, ως προϋπόθεση της τεχνικής, υπέταξε τη φύση και απελευθέρωσε, προς χάρη πολιτικών σκοπιμοτήτων, δαιμονικές δυνάμεις, ικανές να οδηγήσουν με πολλούς τρόπους στην καθολική καταστροφή. Τελικώς, η τεχνική υποκατέστησε τη σχέση του ανθρώπου προς τη φύση, η οποία νοείται ως πεδίο επιβολής και εκμετάλλευσης. Αλλά και η ίδια η γνώση της φύσης, – όπως και όση αποκτήθηκε –, είναι αμφίβολη και αμφιλεγόμενη. Ισχύει σε όλο το σύμπαν το ανεξήγητο γεγονός ότι ο κόσμος είναι νοητός; Ισχύει σε όλο το σύμπαν η αρχή της αιτιότητας; Τα στοιχειώδη σωματίδια είναι ύλη, κυματισμός, ή σχέση συμμετρίας, και πόσο πραγματικά είναι, πέρα από μαθηματικά μοντέλα; Όλη η περιγραφή του φυσικού μικρόκοσμου και των στοιχειωδών σωματιδίων βασίζεται σε μαθηματική προσομοίωση και σε πειράματα, στα οποία δεν παρατηρείται η ίδια η ύλη, αλλά τα αποτελέσματα της παρουσίας της. Η μαθηματική προσομοίωση ως υπόθεση αντικαθίσταται με την εμπειρική διαπίστωση ώστε να προβάλλει ως φυσική γνώση. Οι φυσικοί νόμοι, όπως τους διατυπώνει η φυσική επιστήμη, εδραιώνονται σε εμπειρικά δεδομένα και είναι απλές υποδείξεις συμπεριφοράς. Τελικώς, οι περιγραφές των φυσικών μεγεθών σε μοριακή και γαλαξιακή κλίμακα «δεν δείχνουν τίποτε περισσότερο από τη γνώση του πώς αντιδρούν οι δείκτες μέτρησης». Η αρχή του σύμπαντος και η φύση της ύλης παραμένουν, λοιπόν, σήμερα τόσο αινιγματικά, όσο αινιγματικά ήταν σε όλο τον ορίζοντα της ιστορίας. Κατά τον Ηράκλειτο «η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί». Αμφιβάλλει κανείς στο ότι παρά τις έρευνες και τις ανακαλύψεις η φύση συνεχίζει να κρύβεται; Ο Πασκάλ διαπιστώνει ότι «η αιώνια σιγή του άπειρου χώρου με γεμίζει τρόμο». Αρνείται κανείς το υπαρξιακό δέος μπροστά στα μεγέθη του σύμπαντος παρά τις ανακαλύψεις της επιστήμης;
Όμως, παρά την υπερβολή και την άγνοια, ακόμη και οι εσχατολογικές και αποκαλυπτικές κινδυνολογίες που συνόδευσαν την αναγγελία των πειραμάτων φαίνεται να έχουν δικαιολογίες. Υπάρχει το γεγονός της ύβρης με την απομίμηση της Δημιουργίας, ενώ κανείς επιστημονικός λόγος δεν φαίνεται να είναι ικανός να μας πείσει ότι αυτοί που σχεδίασαν τα πειράματα έχουν πλήρη και αδιαμφισβήτητη γνώση του τι αυτά σημαίνουν και ποιες επιπτώσεις μπορούν να έχουν. Τι ισχύ έχει αυτή η γνώση της φύσης, αφού δεν είναι παρά μόνο μία άποψη της φύσης ως τρόπος αντίδρασης σε μια τεχνική πρόκληση;

Χαρακτηριστικά του Δυτικού Πολιτισμού είναι ο άκρατος ορθολογισμός, η συνεχής ανησυχία και η απεριόριστη επέκταση. Τέτοιες πολιτισμικές προϋποθέσεις νομοτελειακά οδηγούν στην αντίληψη για την υποταγή της φύσης και την ανάγκη για παγκόσμια κυριαρχία. Ο κόσμος απομυθοποιείται και περιορίζεται στα μετρήσιμα εμπειρικά του χαρακτηριστικά. Η επιστήμη υποτάσσεται σε πολιτικές σκοπιμότητες και υποβαθμίζεται σε εργαλειακούς ρόλους, που εξυπηρετούν σκοπούς που βρίσκονται έξω από αυτήν. Αλλά η μοίρα του άκρατου ορθολογισμού είναι ο καθολικός ανορθολογισμός, που σήμερα έχει τη μορφή της ανατροπής της οικολογικής ισορροπίας μέσα σε μία κατάσταση όπου διακυβεύεται το μέλλον του ανθρώπου και η πνευματική και βιολογική του παρουσία.

Παρά τους ενθουσιασμούς και την αισιοδοξία των επιστημόνων, η μεγάλη αφήγηση του Διαφωτισμού, σύμφωνα με την οποία η εξήγηση του φυσικού περιβάλλοντος θα δώσει στον άνθρωπο απεριόριστες δυνατότητες, βρίσκεται σε αδιέξοδο και σε κρίση. Η μεταφυσική σκέψη και ο μύθος επιστρέφουν από την εξορία που τους επέβαλε ο μοντερνισμός.

Σάββατο 5 Ιουλίου 2008

Η Θράκη χώρα εξωτική

Αντίβαρο - Θράκη - Η Θράκη χώρα εξωτική
Η Θράκη χώρα εξωτική
Παρασκευή, 04 Ιούλιος 2008 Δημήτρης Μαυρίδης Αρθρογραφία - Θράκη

Με την επικράτηση της ιδέας του κρατικοποιημένου έθνους – που έλαβε απόλυτες μορφές στην Ανατολή και τα Βαλκάνια – συμβαίνουν στην ιστορική Θράκη[1] ριζικές ανακατατάξεις. Ο θρακικός ελληνισμός υφίσταται τρομακτική φθορά. Είναι γνωστά τα γεγονότα και οι εθνικές εκκαθαρίσεις από το 1878 έως σήμερα. Οι ρωμαίικες κοινότητες διαλύονται, προσφυγοποιούνται και διασκορπίζονται. Οι θεσμοί και τα ιδρύματα τους καταστρέφονται. Έτσι, η σημερινή κατάτμηση της Θράκης από τρία εθνικά κράτη περιόρισε το ελληνικό στοιχείο στον στενό χώρο από τις υπώρειες της Ροδόπης προς το Θρακικό Πέλαγος και στη δυτική κοιλάδα του νότιου Έβρου, ενώ κατέστησε την Ελληνική Θράκη περιοχή των συνόρων χωρίς ενδοχώρα. Ωστόσο, η Ελληνική Θράκη αποτελεί σήμερα ιδιάζουσα πολιτισμική πραγματικότητα για την Ελλάδα, αφού διατηρεί τα ίχνη της μακροχρόνιας συμβίωσης διαφόρων λαών με το ανήσυχο ελληνικό στοιχείο, σε μια περιοχή κοντά στο κέντρο περίπου του σημαντικού εκείνου γεωγραφικού και πολιτισμικού χώρου, όπου συγκεντρώνεται μεγάλο τμήμα της ανθρώπινης ιστορίας και όπου υπάρχουν μερικές από τις σημαντικότερες τοποθεσίες της υφηλίου. Πώς περιγράφεται σήμερα η πραγματικότητα στο τμήμα της Θράκης, που ανήκει πλέον στην επικράτεια του ελληνικού εθνικού κράτους; Λέγεται ότι μπορούμε να κατανοήσουμε και να περιγράψουμε καλύτερα αυτό που είναι δικό μας. Όμως ο τρόπος της περιγραφής μας θα αποκαλύπτει τη βάση και τον τρόπο της κατανόησής μας. Ισχύουν πάντα αυτές οι γενικότητες; Όσον αφορά το πρώτο σκέλος της πρότασης που διατυπώσαμε, έχουμε την εντύπωση ότι ως λαός δύσκολα κατανοούμε πλέον το δικό μας περιβάλλον. Αλλά και όπως σήμερα στη χώρα μας ορισμένα από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης παρουσιάζουν τη Θράκη, σίγουρα η πρόταση δεν ισχύει. Η Θράκη σπάνια περιγράφεται με τρόπο ικανοποιητικό. Στα ποικίλα λευκώματα και τις ανταποκρίσεις, που έχουμε υπ’ όψη μας, οι περιγραφές της Θράκης εξαντλούνται σε κάποιες αόριστες «ρίζες» και τουριστικούς εξωτισμούς. Έχουμε να κάνουμε, ίσως, με ένα ιδιότυπο οριανταλισμό[2], κάτι που αναπτύσσεται από εμάς τους ίδιους και αφορά το ίδιο το δικό μας περιβάλλον. Τι άλλο παρά από ιδιότυπο οριανταλισμό σημαίνει η απορία αυτού, που αναρωτιέται αν χρειάζεται διαβατήριο για να ταξιδέψει από την Αθήνα στη Θράκη; Την ίδια απίστευτη στάση συναντάμε και σ’ αυτόν, που σε χριστιανικό χωριό της Θράκης, απορεί και ρωτά τον ανάδοχο αν βαπτιζόμενο μωρό είναι γόνος μουσουλμάνων, έχοντας κατά νου πως όλοι οι κάτοικοι της Θράκης είναι μουσουλμάνοι. Το ίδιο αποκρουστική είναι η αιτίαση των δημοσίων λειτουργών ότι υπηρετούν κάποια θητεία, ότι βρίσκονται σε εξορία κ.ά. Μας φαίνεται ότι οι εικόνες που έχουμε για τη Θράκη επιβάλλονται παραμορφωτικά από στερεότυπα και φαντασιακές απλουστεύσεις. Μερίδα του τύπου, για παράδειγμα, ασύγγνωστα μας δίνει για τη Θράκη την εντύπωση κινδύνων και τρέφει μια ανασφάλεια, που μάλλον αφορά την ίδια και τους αναγνώστες της. Ακούμε πάλι, συχνά, κραυγές και επικλήσεις, ενώ δίνεται μοιρολατρικά η εντύπωση ότι όλα καταρρέουν. Αφήνουμε κατά μέρος το ότι ακόμη και αν τα πράγματα ήταν σοβαρά, δεν θα έπρεπε να παρουσιάζονται, όπως παρουσιάζονται.Σήμερα όμως, όλοι γνωρίζουμε λίγο-πολύ ότι είναι ανάγκη κατεπείγουσα να αναλάβουμε δράση, όπως και σε άλλες περιόδους της ιστορίας μας, με χαρακτηριστική αποτελεσματικότητα, έχουμε επιχειρήσει.Δράση, που σχηματικά είναι δίπτυχη και που αποφασιστικά θα αποβλέπει, όπως έχει κατ' επανάληψη λεχθεί: -Στη μεταφορά πόρων και δράσεων προς τη Θράκη με στόχο την ανάπτυξή της με τα συνακόλουθα πλεονεκτήματα. Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, χρειαζόμαστε κάτι σαν τον Μακεδονικό Αγώνα. Εννοώ έναν αγώνα με όπλα την επιμονή μας στην ανάπτυξη της Θράκης και τη θέλησή μας να προστατεύσουμε τους μουσουλμάνους Έλληνες και εμπράκτως να τους πείσουμε ότι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. -Στον εκσυγχρονιστικό εξαστισμό και την ενσωμάτωση των Ελλήνων μουσουλμάνων της Θράκης στην ελληνική κοινωνία. Δεν βλέπουμε τον λόγο για τον οποίο αυτό δεν μπορεί να γίνει, όταν μέσα σε λίγα χρόνια σχεδόν επιτύχαμε κάποιες μορφές ενσωμάτωσης για πολύ περισσότερους οικονομικούς μετανάστες. Στο κάτω-κάτω γιατί οι μουσουλμάνοι της Θράκης δεν αστικοποιούνται, όταν οι χριστιανικοί ελληνικοί αγροτικοί πληθυσμοί έχουν σε πολύ μεγάλο ποσοστό διαμοιραστεί στα αστικά κέντρα όλης της χώρας; Αυτό θα ήταν το καλύτερο για τους ίδιους και πολλοί μουσουλμάνοι Έλληνες αυτό επιθυμούν. Έχουμε δημιουργήσει ένα φολκλορικό πάρκο από μειονότητες χωρίς κανένα λόγο. Προϋποθέσεις γι΄ αυτές τις δράσεις είναι η πολιτική βούληση και ο έλεγχος του ιδεολογήματος της μετάλλαξης της Τουρκίας σε σύγχρονη μη διεκδικητική χώρα. Πρέπει, επιτέλους, να μελετήσουμε και να αντιληφθούμε τι επιθυμεί η χώρα αυτή και σε ποιό βαθμό έχουν δομική βάση οι διεκδικήσεις που με επιμονή προβάλλει.Μια τέτοια δράση θα μας βοηθήσει όλους, αφού συναρτάται απολύτως με τον εκσυγχρονισμό της χώρας και του πολιτικού συστήματος. Πράγματα που είναι εφικτά γιατί δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Οι πραγματικότητες που αντιμετωπίζουμε σήμερα στη Θράκη αφορούν το φρόνημα των πληθυσμών, την αβεβαιότητα για το μέλλον, την γενικότερη κρίση της ελληνικής κοινωνίας, το δημογραφικό πρόβλημα, την πραγματικότητα των μειονοτικών ομάδων, την αντίκρουση των αντιλήψεων που καλλιεργούνται στις γειτονικές χώρες και τις γεωπολιτικές και πολιτικές επιλογές των λεγόμενων Μεγάλων Δυνάμεων. Αν εξαιρέσουμε το τελευταίο, σε όλα τα υπόλοιπα έχουμε την δυνατότητα και το καθήκον να παρέμβουμε, όσο μπορούμε. Εκείνο που σε μας φαίνεται, λοιπόν, αναγκαίο είναι η ανάπτυξη ενός κριτικού και πρακτικού λόγου που θα φιλοδοξεί να απελευθερώσει τις λαϊκές δυνάμεις, οι οποίες θα υπερασπίσουν και θα εξασφαλίσουν την πολιτισμική και ιστορική συνέχειά μας. Ενός λόγου που θα ενισχύει την τοπικότητα και θα βοηθά τη συνείδηση της ταυτότητας και της ιστορικότητας. Ενός λόγου ικανού να αντιληφθεί και να βοηθήσει ό,τι είναι θετικό και ελπιδοφόρο. Ενός λόγου που θα στηρίζει τη συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή και την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας σε πιο ανοικτή κοινωνία. Αυτά που αποτελούν τους παράγοντες, και ως ένα βαθμό τις προϋποθέσεις και τα πλεονεκτήματα, τα οποία μπορούν να εξασφαλίσουν την ασφάλεια και την ανάπτυξη της Ελληνικής Θράκης. Οι Θράκες θα περίμεναν αυτή ακριβώς τη στήριξη. Και αναφέρομαι ειδικά στον αγρότη, τον εργάτη, τον επαγγελματία, τον λειτουργό, τον παπά της ενορίας, τον δάσκαλο, τον στρατιώτη, αλλά και τον μουσουλμάνο Έλληνα που επιθυμεί να ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία, σπάζοντας την απομόνωση που του επιβάλλουν. Όλοι αυτοί χρειάζονται τη θετική πιστοποίηση. Χρειάζονται να ακούσουν ότι αποτελεί επίτευγμα της κοινωνίας τους η αρμονική συμβίωση στην Ελληνική Θράκη διαφόρων πολιτισμικών ομάδων χωρίς αποκλεισμούς και συγκρούσεις, πράγμα που δύσκολα σήμερα απαντάται, αλλά ποτέ δεν αναφέρεται. Ότι είναι τιμή για την κοινωνία τους και το Ελληνικό Κράτος η αποφυγή αυτών που έγιναν στις γειτονικές χώρες, που ούτε αυτό αναφέρεται. Όλοι αυτοί, και ειδικότερα οι μουσουλμάνοι Έλληνες, χρειάζονται την επιβεβαίωση του ότι σε σύγκριση με του πληθυσμούς των γειτονικών χωρών διαθέτουν υψηλότερο βιοτικό επίπεδο. Αλλά όχι μόνο αυτό. Είναι ανάγκη να γίνουν γνωστά αυτά που υπάρχουν στη Θράκη και αυτά που γίνονται εκεί, όπως για παράδειγμα, η έντονη κοινωνική και πολιτιστική ζωή, η ζωντανή επαφή με την παράδοση, η διατήρηση μιας ολόκληρης πόλης της καθ΄ ημάς Ανατολής ή η πρόσφατη συναινετική πρωτοβουλία ιεράρχη προς τους συμπολίτες μουσουλμάνους. Να γίνει γνωστός ο φυσικός πλούτος του θρακικού περιβάλλοντος, ώστε να ενισχυθεί ο εσωτερικός τουρισμός και να πάψει η Ελληνική Θράκη να αποτελεί χώρα εξωτική, άγνωστη και περιφρονημένη.
[1] Εννοείται η ευρύτερη Θράκη με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Γεωγραφικός χώρος, τον οποίο μοιράζονται σήμερα τρία εθνικά κράτη. [2] Δίνουμε στον όρο τη σημασία που καθόρισε ο Έντουαρντ Σαΐντ στην ομώνυμη μελέτη του. Δηλαδή, με λίγα λόγια, αναφερόμαστε στην ηγεμονική και υπεροπτική στάση των δυτικών ευρωπαίων απέναντι σε ό,τι αλλότριο, και ειδικότερα σ’ αυτό που προέρχεται από την Ανατολή.

Η γέννηση της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας

Posts: 66
Posted: Fri Jun 20, 2008 11:30 am Post subject: Η γέννηση της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας

Στον ταραγμένο κόσμο μας πολιτικές και οικονομικές σκοπιμότητες προσπαθούν να επηρεάσουν και να χειραγωγήσουν τις ιστορικές αντιλήψεις. Τα τελευταία χρόνια ποικίλες ιδεολογικές τάσεις, που έχουν συγκεκριμένες αρχές, προσπαθούν να αποδομήσουν τις εθνικές ταυτότητες σε μια προσπάθεια ομογενοποίησης και αποδυνάμωσης των εθνικών ιδιαιτεροτήτων. Η ενασχόληση με τα πάτρια κατηγορείται ως εθνικισμός. Επιστήμες όπως η Λαογραφία, των οποίων αντικείμενο είναι συγκεκριμένες εθνικές πραγματικότητες, θεωρείται ότι προάγουν τον εθνικισμό. Η ελληνική εθνική ταυτότητα, σφυρηλατημένη μέσα στους αιώνες και τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, φαίνεται να βρίσκεται στο στόχαστρο τέτοιων αντιλήψεων. Η ιστορική συνέχεια των Ελλήνων, για την οποία ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αγωνίσθηκε επιτυχώς, τίθεται και σήμερα πάλι σε αμφισβήτηση. Ακούγεται συχνά ότι η νεοελληνική εθνική ταυτότητα, όπως και οι αντίστοιχες εθνικές ταυτότητες των άλλων ευρωπαϊκών λαών, είναι δημιούργημα των ιδεολογικών ζυμώσεων που έθεσε σε κίνηση ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός τον 18ο αιώνα. Έτσι όμως στερούμεθα του ιστορικού μας βάθους και της ιστορικής μας συνέχειας. Ωστόσο, οι μεγάλοι μας ιστορικοί τοποθετούν τη γέννηση του Νέου Ελληνισμού στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, εποχή κατά την οποία ο ελληνικός κόσμος υφίσταται την κατακτητική επιβολή των Τούρκων, των Σλαύων και των Φράγκων. Καλό είναι λοιπόν να ανατρέχουμε στα ιστορικά περιβάλλοντα που αποτελούν τις πηγές και το βάθρο αυτού που είμαστε σήμερα. Ιδιαίτερα σημαντική, ενώ παρουσιάζει κρίσιμο ενδιαφέρον, είναι η ιστορική περίοδος αμέσως μετά τη μοιραία πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Δυτικούς το 1204. Οι σε εξορία ευρισκόμενοι βυζαντινοί Έλληνες στη Νίκαια της Βιθυνίας, τον Πόντο και την Ήπειρο έδωσαν τότε δείγματα μεγάλου δυναμισμού και πολιτισμικής συνέπειας. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της εποχής εκείνης είναι ο σωματικά ασθενής, φιλογενής, πατριώτης, λόγιος και φωτισμένος Αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Β Δούκας Λάσκαρις (1221–1258), ένα ιστορικό πρόσωπο στο οποίο η νεοελληνική εθνική συνείδηση εμφανίζεται εναργώς και χωρίς δισταγμούς. Μόνος γυιός του Αγίου Ιωάννη Γ´ Βατάτζη, ανετράφη για να ενσαρκώσει τον "φιλόσοφο βασιλέα" με δασκάλους εξέχουσες πνευματικές προσωπικότητες της εποχής του, όπως οι λόγιοι Νικηφόρος Βλεμμίδης, και Γεώργιος Ακροπολίτης. Ο Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρις πήρε μόρφωση χριστιανική και φιλοσοφική. Απέκτησε ευρεία γνώση των κειμένων του Αριστοτέλη και των Ελλήνων συγγραφέων και πάθος για την αρχαιογνωσία και συχνά ομιλεί για το πατρώο κλέος, αναφερόμενος στην κλασσική αρχαιότητα. Παρά τη σύντομη ζωή του έγραψε έργα φιλοσοφικά, πολιτικά, θεολογικά και υμνογραφικά. Χαρακτηριστικοί είναι οι τίτλοι: Εγκώμιον εις την Μεγαλόπολιν Νίκαια, Λόγος ο περί θεωνυμίας, Της φυσικής κοινωνίας λόγοι εξ, Της χριστιανικής θεολογίας λόγοι οκτώ. Σημαντικές και ενδιαφέρουσες είναι οι επιστολές του. Παρά τις συνεχείς απειλές από μεγάλους εξωτερικούς κινδύνους, τις εκστρατείες και τους πολέμους εργάζεται, όπως και οι προκάτοχοί του αυτοκράτορες της Νίκαιας, ταυτόχρονα με την πολεμική και πολιτική του δραστηριότητα, για την πνευματική ανόρθωση του Ελληνισμού. Θεμελιώδης πολιτικός στόχος του είναι η απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης από τους κατακτητές της Φράγκους. Πράγμα που θα επιτύχει ο διάδοχός του Μιχαήλ Παλαιολόγος το 1261, λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του. Όνειρό του είναι η ανάδειξη της Νίκαιας ως κέντρου των ελληνικών σπουδών και ανησυχεί γιατί προφητικά διαισθάνεται ότι η φιλοσοφία θα εγκαταλείψει τους Έλληνες και θα καταφύγει στη Δύση, στους βάρβαρους, τους οποίους και θα φωτίσει. Πάθος του είναι η ελληνική γλώσσα : "Αλλά τη Ελληνίδι διαλέξομαί σοι διαλέκτω, ην και μάλλον ησπασάμην η το αναπνείν". Αναφέρεται στους βυζαντινούς ως ανήκοντας στη Ρωμαϊδα φυλή ως Έλληνας, ως μέλη της Ελληνίδος φυλής και ως τους αποτελούντες το Ελληνικόν, σύμφωνα με την έκφραση των κλασσικών. Ιδού λοιπόν, σε πείσμα των αποδομιστών ιστορικών, η ύπαρξη της ελληνικής εθνικής ταυτότητας στα μέσα του 13ου αιώνα. Η επιληψία που τυραννούσε τον Θεόδωρο Δούκα Λάσκαρι και ο πρόωρος θάνατός του δεν του επέτρεψαν να θέσει σε εφαρμογή το εμπνευσμένο πρόγραμμα ανόρθωσης, που φαίνεται πως είχε συλλάβει. Είναι γνωστή η επιθυμία του για την συγκρότηση εθνικού στρατού και απαλλαγή από την ολέθρια πρακτική των μισθοφόρων. Μόνον το Ελληνικόν, δηλώνει, αυτώ βοηθεί εαυτώ, οίκοθεν λαμβάνον τας αφορμάς. Μόνοι μας θα βοηθηθούμε και τα μέσα που θα χρησιμοποιήσουμε θα είναι δικά μας. Προηγείται έτσι κατά δύο αιώνες από τις αντίστοιχες προτάσεις του Ιωσήφ Βρυέννιου και του Πλήθωνα Γεμιστού. Οι διαθέσεις και η σύντομη δράση του Θεόδωρου Δούκα Λάσκαρι παραμένουν αμφιλεγόμενες, κυρίως λόγω των αντιδράσεων των ευγενών, αλλά και της δικής του νευρωτικής συμπεριφοράς. Πολλά από τα κείμενά του δεν έχουν ακόμη εκδοθεί.

Τρίτη 11 Μαρτίου 2008

Παλιά Πόλη της Ξάνθης.Λεπτομέρειες και διακοσμήσεις

Η πανσπερμία των ρυθμών των κτισμάτων της Ξάνθης συμπληρώνεται από την ποικιλία της λεπτομέρειας και της διακόσμησης, δηλαδή, από αυτό που είναι περιττό και δεν χρειάζεται, αλλά και είναι αυτό που δίνει τη χαρά και την ικανοποίηση, χωρίς πάντα να προϋποθέτει τον πλούτο, που όμως, κατά κανόνα, ακολουθεί. Οι λεπτομέρειες στα κτίσματα της Ξάνθης συναντώνται ως οικοδομικά και διακοσμητικά στοιχεία στους τοίχους, τις πόρτες, στα παράθυρα και στις όψεις. Οι λεπτομέρειες βρίσκονται στις κατεργασμένες πέτρες, τις γωνιές και τις φαλτσογωνιές, στα πεζοδρόμια ή στα καλντερίμια. Καμιά φορά επιστρατεύονται ζωγράφοι για να διακοσμήσουν εξωτερικές όψεις, να συνθέσουν κτιτορικές επιγραφές. Οι ζωγραφιές εμπνέονται από τα ρομαντικά ονειροπολήματα της Κεντρικής Ευρώπης και τις λαϊκές λιθογραφίες που κυκλοφορούσαν τον 19ο αιώνα. Συνηθέστερα, ντόπιοι αυτοδίδακτοι καλλιτέχνες, που αποκαλούνται κοσμηματογράφοι, εμπλουτίζουν τα εσωτερικά των αρχοντικών και γεμίζουν τοίχους και οροφές με ζωγραφικές διακοσμήσεις σαν ταπετσαρίες. Στην όψιμη μορφή τους αυτές οι ζωγραφικές διακοσμήσεις παίρνουν ένα ψυχρό ακαδημαϊκό ύφος. Οι Ηπειρώτες μαστόροι της πέτρας φέρνουν μαζί τους τις συνήθειες της γλυπτικής διακόσμησης με λιθανάγλυφα. Οι κουδαραίοι μαστόροι αποτυπώνουν την παρουσία τους με τα συμβολικά τους ανάγλυφα, ενώ οι ιδιοκτήτες ζητούν τις ανάγλυφες διακοσμήσεις που ομορφαίνουν αλλά και απωθούν το κακό. Όσο για τις σιδεριές στις πόρτες, στα παράθυρα και τις μάντρες, αυτές κρατούν ταπεινά τον ρόλο των στολιδιών (τα βυζαντινά κοσμίδια), που με τη φιλοπαίγμονα διάθεσή τους ξεπερνούν το χαρακτηριστικό και δίνουν τη βεβαιότητα του ιδιαίτερου και του αποκλειστικού. Έτσι, συναντάμε παντού σιδεριές με την τυπική μορφή της Κωνσταντινούπολης (λόγχες και έλικες) και πάμπολλες άλλες μορφές, όπως π.χ. τις ίδιες κωνσταντινουπολίτικες σιδεριές σε περίπλοκες παραλλαγές, σιδεριές με ύφος art nouveau σε λαϊκά σπίτια, σιδεριές ύφους art deco σε νεοκλασικίζοντα σπίτια, περίπλοκες σιδεριές με βαριές διακοσμήσεις μάλλον γαλλικής έμπνευσης και πολλά άλλα. Όλη αυτή η πανσπερμία ρυθμών και διακοσμήσεων βρίσκεται ανάκατα, φύρδην μίγδην, υπερταξικά και αταξικά, θα μπορούσε κανείς να πει, ανάμεσα σε κατοικίες με ρωμαίικο, οθωμανικό ή λαϊκό χαρακτήρα. Η ανάμειξη ρυθμών και τάξεων εκτείνεται σε όλη την πόλη, απ άκρου εις άκρον. Οι μακραίωνες δημοκρατικές παραδόσεις της ελληνικής Ανατολής συνεχίζουν να επιβιώνουν, παρά τη συγκέντρωση πλούτου και την ανάπτυξη μιας αστικής τάξης, η οποία διαθέτει εισοδήματα, πράγμα για το οποίο είναι υπερήφανη και θέλει να το κάνει γνωστό.

Πόλη της Ξάνθης.Κτηριακός πλούτος.

Η ανοικοδόμηση της πόλης γίνεται σε τέσσερις φάσεις: α. Από το 1829 μέχρι περίπου το 1860, όταν ανεγείρονται οι εκκλησίες, πολλές κατοικίες και τα κονάκια των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων. Την εποχή αυτή σχηματοποιούνται και οι συνοικίες της πόλης. β. Από το 1860 μέχρι το 1912, όταν η πόλη επεκτείνεται στην πεδινή περιοχή έξω από τα όρια της βυζαντινής Ξάνθειας προς τη σημερινή Κεντρική Πλατεία και ανεγείρεται η βιομηχανική και βιοτεχνική περιοχή του καπνού . Την ίδια εποχή ανεγείρονται τα εκλεκτικιστικά και νεοκλασικά αρχοντικά των εμπόρων. γ. Κατά τον Μεσοπόλεμο, όταν δημιουργούνται οι προσφυγικοί συνοικισμοί. δ. Μετά το 1960 και κυρίως μετά το 1974, όταν πολυκατοικιοποιούνται οι συνοικίες της Νέας Πόλης. Σχηματικά μπορούμε να κατατάξουμε τα κτίσματα στην πόλη της Ξάνθης σε μερικές κατηγορίες: 1. Κτίσματα λαϊκής αρχιτεκτονικής. Απλή μονώροφη ή διώροφη κατοικία με ή χωρίς περίκλειστη αυλή, που στις μουσουλμανικές γειτονιές παρουσιάζει εσωστρέφεια. Στον όροφο συνήθως διαθέτει χαγιάτι γύρω, από το οποίο διατάσσονται τα δωμάτια. Στο ισόγειο συνήθως υπάρχει αποθήκη και χώροι για τις εργασίες του σπιτιού ή για την ξήρανση του καπνού. Η κατασκευή γίνεται με απλά παραδοσιακά μέσα και είναι από πέτρα στο ισόγειο και τσατμά τον όροφο. Εκτός από τις παραδοσιακές κατοικίες, υπάρχουν και κατοικίες κτισμένες από Ηπειρώτες μαστόρους. Αυτές είναι στέρεες κατασκευές από πέτρα, τον άφθονο γρανοβιορίτη της περιοχής. Σημαντικό αρχιτεκτονικό χαρακτηριστικό στην πόλη της Ξάνθης, όπως και σε όλη την Ανατολή, αποτελεί το σαχνισί. Το σαχνισί είναι προέκταση του ορόφου ή τμήματος του ορόφου ενός κτίσματος. Η επέκταση αυτή υποστηρίζεται από ξύλινα στηρίγματα. 2. Κονάκια των μουσουλμάνων μπέηδων. Μεγάλα κτίσματα σε σχήμα Π με διαχωρισμό των χώρων για άνδρες και γυναίκες. Το ισόγειο διαθέτει αποθήκες και κουζίνες, ημιυπαίθριες ή μη, ενώ στον όροφο τα δωμάτια είναι διαταγμένα πέριξ μεγάλης σάλας που είναι και ηλιακό. Τα κονάκια αυτά σήμερα έχουν σχεδόν κατεδαφισθεί. 3. Κονάκια κατά τα πρότυπα της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας που ανέγειραν πλούσιοι χριστιανοί έμποροι, όταν σε πλήρη αντίθεση με τη φτώχεια των προηγούμενων αιώνων απόκτησαν τη δυνατότητα να ανοικοδομήσουν τα σπίτια τους με τρόπο που υπερβαίνει τις απλές στεγαστικές ανάγκες. Οι μακραίωνες αισθητικές παραδόσεις του Ελληνισμού αναδύονται και πάλι μετά τον 18ο αιώνα ως επιλογές των ευπόρων νέων ρωμαίικων αστικών στρωμάτων εκφραζόμενες στα πλαίσια και στους τρόπους της καθ' ημάς Ανατολής και της ευρύτερης Ανατολής. Οι πλούσιοι έμποροι ζητούν τη συνεργασία των λαϊκών μαστόρων, οι οποίοι ενσωματώνουν στην πλούσια παράδοσή τους τους τρόπους και τις αντιλήψεις Ανατολής και Δύσης. Η ανέγερση των κτισμάτων αυτών γίνεται από ομάδες μαστόρων που ξεκινούν από τη Μακεδονία, τήν Ήπειρο και τη Βόρειο Θράκη. Πολλοί από αυτούς θα μείνουν για πάντα στην Ξάνθη. Και αυτά τα κονάκια είναι διώροφα σε σχήμα Π. Οι κατασκευές είναι στέρεες από χονδρούς πέτρινους τοίχους στο ισόγειο και τσατμά στον όροφο. 4. Εκλεκτικιστικά κτήρια, αρχοντικά των εμπόρων και των μεγαλοαστών. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα εμφανίζονται έμποροι του καπνού με κοσμοπολίτικη νοοτροπία και διεθνείς διασυνδέσεις. Στα σπίτια και στα αρχοντικά που ανεγείρουν μιμούνται την ποικιλία και την ανάμειξη των μορφών και των στυλ που εμφανίζει το κοσμοπολίτικο Πέραν της Κωνσταντινούπολης. Δημιουργείται ένα ποικιλόμορφο δομημένο περιβάλλον, όπου συνυπάρχουν στοιχεία λαϊκής αρχιτεκτονικής με στοιχεία και μορφές που έρχονται από την Κεντρική Ευρώπη. Οι κατασκευές είναι στέρεες από πέτρα καθ΄ ολοκλήρου ή μεικτές με τσατμά στον όροφο, πολλά οικοδομικά στοιχεία έχουν εισαχθεί. Τα κτήρια αυτά συνήθως είναι διώροφα με υπερυψωμένο ημιυπόγειο. Είναι εμφανής η συμβολή σπουδασμένων αρχιτεκτόνων ή μηχανικών. 5. Νεοκλασικά κτήρια. Ο νεοκλασικισμός, που κυριαρχεί στο ελεύθερο ελληνικό βασίλειο είναι βέβαια, εκτός από αισθητικό στοιχείο και στοιχείο με ιδεολογική σημειολογία, έτσι ώστε κοινοτικά κτήρια και αρχοντικά σε νεοκλασικό ύφος να αναγερθούν με τη βοήθεια Ελλήνων ή ξένων αρχιτεκτόνων. Οι κατασκευές είναι συνήθως διώροφες με υπερυψωμένο ημιυπόγειο στέρεες από πέτρα. Η εσωτερική διάταξη είναι συνήθως συμμετρική με μία κεντρική αίθουσα στον όροφο πέριξ της οποίας διατάσσονται τα δωμάτια. Επιβλητική σκάλα με δύο κλάδους οδηγεί από το ισόγειο στον όροφο, ενώ πολύχρωμοι φεγγίτες δημιουργούν χρωματικές εντυπώσεις στους εσωτερικούς χώρους. 6. Πέτρινα κτήρια για κοινοτική ή κυβερνητική χρήση. Αυτά είναι κτίσματα που μεταδίδουν το κύρος και τη σοβαρότητα του φορέα, όπως είναι το Διοικητήριο, τα σχολεία, τα κοινοτικά κτίσματα και άλλα. Στην κατηγορία αυτή συνήθως περιλαμβάνονται κτήρια με νεοκλασικό χαρακτήρα και διακοσμήσεις στα πλαίσια των παραθύρων, επιβλητικές εξωτερικές σκάλες και ακριβά υλικά. 7. Αστικές κατοικίες με λόγια διακοσμητικά στοιχεία. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν κτήρια κατασκευασμένα με πέτρα ή σκυρόδεμα που συχνά ενσωματώνουν ακαδημαϊκά διακοσμητικά στοιχεία. 8. Κατοικίες της προσφυγικής αποκατάστασης. Στις προσφυγικές συνοικίες κατασκευασμένες τη δεκαετία του 1920 στα πλαίσια της μεγάλης προσπάθειας του Ελληνικού Κράτους για τη στέγαση των προσφύγων, η οποία έγινε είτε με την ανέγερση τυποποιημένων κατοικιών, είτε με την παροχή οικοπέδων και δανείων προς τους πρόσφυγες για αυτοστέγαση με χρήση έτοιμου σχεδίου. 9. Σύγχρονες πολυκατοικίες και κατασκευές. Ο τύπος αυτός είναι ο γνωστός σε όλη την Ελλάδα, με τον οποίο επετεύχθη η στέγαση του πληθυσμού μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό, μεταλλάσσοντας όμως το παραδοσιακό ελληνικό περιβάλλον. 10. Εμπορικά κτήρια. Απλές ή ευτελείς πρόχειρες κατασκευές και παραπήγματα στους εμπορικούς δρόμους, αλλά και στέρεες κατασκευές από πέτρα (γρανοβιορίτη) που ανήγειραν Ηπειρώτες μαστόροι. Ενδιαφέροντα είναι τα στηθαία και τα αετώματα μικρών μονώροφων και διώροφων καταστημάτων στο γύρισμα του αιώνα, όπου αποτυπώνονται χρονολογίες, αρχικά των κτιτόρων, ή διακοσμήσεις χαρακτηριστικές της ευαισθησίας του ιδιοκτήτη. 11. Βιομηχανικά κτήρια. Οι καπναποθήκες της Ξάνθης αποτελούν ένα πολύ σημαντικό σύνολο βιομηχανικής αρχιτεκτονικής και είναι η μοναδική παρόμοια περιοχή που σώζεται σήμερα στον ελληνικό χώρο. Ωστόσο η περιοχή των καπναποθηκών της Ξάνθης δεν προστατεύεται νομοθετικά, ενώ δεν έχει επιχειρηθεί κάποια χρήση τους που θα τις αξιοποιούσε ως σύνολο. Οι καπναποθήκες της Ξάνθης είναι κτισμένες κατά την εποχή της εντατικής ανοικοδόμησης της πόλης, δηλαδή από το 1860 μέχρι το 1912. Στα κτήρια αυτά γινόταν η κατεργασία του καπνού, που κατέληγε σε δέματα καπνού τα οποία αποθηκεύονταν εκεί. Η επιβλητική στέρεη κατασκευή, τα αετώματα, οι κλιμακωτές απολήξεις και η συμμετρική σύνθεση παραπέμπουν σε πρότυπα της Κεντρικής Ευρώπης. Ο επιβλητικός χαρακτήρας των κατασκευών επιδιώκει να δώσει μία εγκυρότητα και μία άτυπη εγγύηση για την επιχείρηση που στεγάζεται εκεί. Πολλές από τις καπναποθήκες διαθέτουν ιδιόρρυθμα στηθαία ή αετώματα, δείγματα μιας φιλοπαίγμονος διάθεσης από μέρους των μαστόρων ή και των ιδιοκτητών. Πολλές φορές οι καπναποθήκες συνοδεύονται από κτήρια γραφείων ή κτήρια-κατοικίες των καπνεμπόρων. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των καπναποθηκών είναι συχνά η ρομαντική διάθεση, η νοσταλγία προς το φανταστικό, σ' αυτό που είναι άγνωστο αλλά και επιθυμητό. Η ρομαντική αυτή διάθεση, μια νοσταλγία χωρίς αντικείμενο ξεκινά βέβαια από τον νεορομαντισμό της Κεντρικής Ευρώπης, αλλά και εκφράζει την εξιδανίκευση της Δύσης από τους Ρωμηούς. 12. Εκκλησίες. Αυτές είναι κτισμένες κατά τη δεκαετία του 1830 και ακολουθούν τον τύπο που διαμορφώνεται την ίδια εποχή στην Κωνσταντινούπολη, δηλαδή τον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής. Είναι η εποχή που η προσπάθεια για εκσυγχρονισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιτρέπει στους Ρωμηούς την ανέγερση τριώροφων κατοικιών και μεγάλων εκκλησιών, – τόσο μεγάλων που συχνά είναι πολύ μεγαλύτερες απ' ό,τι απαιτείται από τον αριθμό των πιστών, ενώ μπορεί και να διαθέτουν ευρύχωρο γυναικωνίτη. Οι εκκλησίες βρίσκονται μέσα σε περίβολο που πολλές φορές περιλαμβάνει σχολείο, γραφείο της κοινότητας, κατοικία του παπά ή και ακόμη του νεωκόρου ή, τέλος, και αίθουσα συνεδρίασης της κοινότητας ή της Δημογεροντίας. Οι εκκλησίες και η μάνδρα που τις περιβάλλει είναι βαμμένες σε ώχρα. Παρά τον άνεμο φιλελευθερισμού που συνοδεύει τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις η ανατολική δεσποτεία είναι δυνατό να δημιουργήσει απρόβλεπτες καταστάσεις. Οι μάνδρες, λοιπόν, που περιβάλλουν τις εκκλησίες και τα γραφεία της κοινότητας εξασφαλίζουν και κάποια προστασία. Ενδιαφέρον είναι το κοινωνικό-θρησκευτικό συγκρότημα (κουλλιγιέ) που υπήρχε στη σημερινή περιοχή της Κεντρικής Πλατείας που ανήγειραν οι Οθωμανοί όταν η Ξάνθη έγινε έδρα του Καζά. Ενδιαφέροντα επίσης ήταν τα τυπικά χάνια της Ανατολής με φούρνο, καταστήματα και πυρήνα αγοράς που ξεπερνούσαν τα πενήντα και που σήμερα σώζονται ελάχιστα. Τα οικοδομικά υλικά είναι αυτά της παραδοσιακής οικοδομικής: πέτρα, ξύλο και συχνά πλίνθοι. Ειδικότερα την Ξάνθη χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον, αφού ήταν άμεσα διαθέσιμα, ο γκρίζος γρανίτης της Ροδόπης (γρανοβιορίτης) και η ροδίζουσα πέτρα (ψαμμίτης) που προέρχεται από το λατομείο της Μάνδρας κοντά στα αρχαία Άβδηρα.

Παλιά Πόλη της Ξάνθης.Υφος και πολυμορφία.

Η πόλη γίνεται αντιληπτή ως σύνολο μιας ενδιαφέρουσας αλληλουχίας πολιτισμικών στοιχείων, ρυθμών και εντυπώσεων, αλλά και ως μία συναρπαστική ανάμειξη παλιού και νέου. Η ποικιλομορφία αυτή, σε όλα τα επίπεδα και τις μορφές, καθιστά την Ξάνθη τόπο εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Στην Παλιά Πόλη η μίμηση των βορειοθρακιώτικων προτύπων αναμειγνύεται με λαϊκές κατοικίες, κονάκια κατά την παράδοση της "αρχοντικής αρχιτεκτονικής" της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, κονάκια μουσουλμάνων με διαχωρισμό των δύο φύλλων (χαρεμλίκ και σελαμλίκ), επιβλητικά πέτρινα κτήρια με οθωμανικό ακαδημαϊκό χαρακτήρα, κατοικίες των εμπόρων του καπνού με παράδοξο εκλεκτικιστικό δυτικότροπο ύφος καί, τέλος, νεοκλασικά κτήρια, τα οποία, όμως, διαθέτουν ανατολίτικα σαχνισιά. Το βυζαντινό-οθωμανικό ξύλινο σπίτι με τον μεγαλοαστικό φραγκολεβαντίνικο στόμφο δεν συναντάται στην Ξάνθη. Το δομημένο περιβάλλον ανήκει στην καθ΄ ημάς Ανατολή, αλλά και θυμίζει τα εμπορικά και αστικά κέντρα της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, αλλά και την ιταλική αναγέννηση, τον εκλεκτικισμό της Κεντρικής Ευρώπης και τη νεογοτθική αρχιτεκτονική της ρομαντικής Αγγλίας, τον ρωμανικό χαρακτήρα, τα αγγλικά μεσοαστικά και μεγαλοαστικά οπτοπλίνθινα σπίτια, τη γαλλική μικροαστική πολυκατοικία, τις κλιμακωτές απολήξεις των τοίχων κατά τον ολλανδικό και τον βορειογερμανικό τρόπο, τον νεοκλασικισμό του ελληνικού κράτους και, τέλος, την πρώιμη κεντροευρωπαϊκή art deco, αλλά και πολλά ακόμη, χωρίς όμως ο επισκέπτης προς στιγμή να αμφιβάλει ότι βρίσκεται στην καθ’ ημάς Ανατολή. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα αρχιτεκτονικό υβρίδιο ιδιαίτερης αισθητικής σημασίας. Οι δρόμοι είναι στρωμένοι με κυβολίθους, όπως αυτοί στο Παρίσι και η πολυχρωμία και η ποικιλομορφία των κτηρίων χαρίζουν μεγάλο πλούτο εντυπώσεων.

Παλιά Πόλη της Ξάνθης.Ιστορική επισκόπηση

Ο οικισμός που σήμερα χαρακτηρίζουμε ως Παλιά Πόλη της Ξάνθης είναι κτισμένος μετά το 1829˙ χρονιά κατά την οποία μεγάλοι σεισμοί, που τους ακολούθησε πυρκαγιά, φαίνεται ότι κατέστρεψαν ολοσχερώς τον προηγούμενο οικισμό. Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης διατηρεί λίγα ίχνη της βυζαντινής Ξάνθειας, που εντοπίζονται στα θεμέλια των εκκλησιών και στη διάταξη του πολεοδομικού ιστού, όπως και των μοναστηριών που έχουν ιδρυθεί μετά τη μεσοβυζαντινή εποχή. Η Παλιά Πόλη της Ξάνθης διατηρείται σήμερα σε μεγάλο βαθμό άθικτη και έχει κηρυχθεί διατηρητέα το 1976. Η διατήρησή της οφείλεται στην οικονομική δυσπραγία των πρώτων μεταπολεμικών ετών, η οποία δεν επέτρεψε την ανοικοδόμηση με πολυκατοικίες, όπως έγινε στις άλλες ελληνικές πόλεις. Ο σωζόμενος σήμερα οικισμός της Παλιάς Πόλης της Ξάνθης είναι ο μεγαλύτερος παραδοσιακός οικισμός που διασώζεται στη Βόρειο Ελλάδα, αλλά και μαζί το καλύτερα διατηρούμενο δομημένο δείγμα της κοινοτικής οργάνωσης των Ελλήνων κατά την ύστερη Τουρκοκρατία που διασώζεται στον ελλαδικό χώρο. Παρά το ότι μιλάμε για την "Παλιά Πόλη" της Ξάνθης, ωστόσο –σε σχέση με το ιστορικό βάθος της πατρίδας μας –, χαρακτηρίζουμε έτσι μία σχετικώς νεόκτιστη πόλη. Κτίτορες της Παλιάς Πόλης της Ξάνθης είναι η ρωμαίικη κοινότητα και η τοπική εκκλησία, αφού πρωτεργάτης της ανοικοδόμησης είναι η κεφαλή της Δημογεροντίας ο Μητροπολίτης Ευγένιος, ο οποίος αρχιεράτευε την κρίσιμη δεκαετία του 1830. Η εξωστρέφεια των Ρωμηών εμπόρων του καπνού και η αίγλη της μεγάλης αστικής παράδοσης των Δυτικών συντελούν ώστε η πόλη να ανοικοδομηθεί ως ένα υβρίδιο της "αρχοντικής" αρχιτεκτονικής του νότιου ελληνικού χώρου του 18ου αιώνα και της εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής της Κεντρικής Ευρώπης, όπως αυτή θριάμβευε την εποχή εκείνη στα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κατεστραμμένη πόλη ανοικοδομείται με πόλους και πυρήνες τα θεμέλια των εκκλησιών, που ανήκαν μάλλον στη βυζαντινή Ξάνθεια και που πάνω τους στηρίχθηκαν οι νέες εκκλησίες –κέντρα των συνοικιών. Η ανοικοδόμηση έγινε με γνώμονα τις νεοελληνικές κοινοτικές αντιλήψεις: είναι πλήρης ο εθνικοθρησκευτικός διαχωρισμός και οι χριστιανικές συνοικίες, οι οποίες παραμένουν στα όρια που έχουν καθιερωθεί επί αιώνες, απλώνονται πέριξ των εκκλησιών που αποτελούν και τα κέντρα του οικιστικού ιστού. Η πολεοδομική μορφή του χώρου της Ξάνθης οργανώνεται σε γειτονιές (μαχαλάδες), σύμφωνα με τις οθωμανικές αντιλήψεις και πρακτικές διοίκησης, με διαχωρισμό των κατακτημένων λαών σε θρησκευτικά έθνη (μιλλέτ). Δεν σώζεται σχεδόν τίποτε μέσα στην πόλη που να παραπέμπει σε εποχή παλαιότερη των σεισμών. Το παλαιότερο χρονολογημένο σπίτι της Ξάνθης ανάγεται στο 1841. Αμέσως μετά την καταστροφή του 1829, όμως, ανεγείρονται από τον Μητροπολίτη Ευγένιο πέντε κοινοτικοί ναοί μέσα στην πόλη, το καθολικό της Μονής της Αρχαγγελιώτισσας και τρεις ναοί στην περιφέρεια. Η εντυπωσιακή αυτή οικοδομική έξαρση θα πρέπει να στηρίχθηκε στις οικονομικές δυνατότητες που πρόσφερε στον Μητροπολίτη Ευγένιο η ρωμαίικη κοινότητα. Ευνοϊκές ήταν και οι πολιτικές συνθήκες, αφού κατά την περίοδο εκείνη βρισκόταν σε εξέλιξη η προσπάθεια εφαρμογής μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με σκοπό τον διοικητικό, τον οικονομικό και τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό της. Όλα τα σπίτια έχουν θέα προς την πεδιάδα και ελεύθερο ορίζοντα κατά παλαιότατη πολεοδομική πρακτική των Βυζαντινών που υιοθέτησαν και οι Οθωμανοί Τούρκοι: μπορούσες να κτίσεις όπως ήθελες, αρκεί να μην εμπόδιζες τη θέα των γειτόνων. Έτσι οι γειτονιές της Ξάνθης είναι αμφιθεατρικά κτισμένες σε πλαγιές, ενώ οι νέες περιοχές, οι κτισμένες μετά την επέκταση της πόλης μετά το 1870, όπως και η σύγχρονη πόλη, βρίσκονται στο κατώτερο σημείο της προς την πεδιάδα. Το ανάγλυφο του οικισμού στις πλαγιές και ορισμένες θέσεις επιτρέπουν οπτικές φυγές, ώστε να δίνεται πάντα μια εικόνα ενός ποικιλόμορφου συνόλου και να γεννάται στον επισκέπτη η αίσθηση μιας εσωτερικής αρμονίας. Ο 20ός αιώνας βρίσκει την πόλη σε πλήρη ακμή με ισάριθμες συνοικίες χριστιανών και μουσουλμάνων. Οι χριστιανικές συνοικίες είναι επτά, δομημένες γύρω από μεταβυζαντινούς ναούς της ύστερης Τουρκοκρατίας. Οι πέντε από τις χριστιανικές συνοικίες βρίσκονται μέσα στα όρια της σημερινής Παλιάς Πόλης. Οι μουσουλμανικές συνοικίες εκτείνονται περιφερειακά και είναι έξι, εκ των οποίων οι δύο βρίσκονται στην Παλιά Πόλη. Τέλος, τα βιοτεχνικά και τα βιομηχανικά κτήρια, οι καπναποθήκες και τα καπνομάγαζα κτισμένα μετά το 1860, βρίσκονται στο νότιο κατώτερο και πεδινό τμήμα της πόλης. Ο διαχωρισμός της κατοικίας από τις βιομηχανικές δραστηριότητες είναι πλήρης. Στην περιφέρεια της πόλης κατοικούν σε μονώροφες ή διώροφες μονοκατοικίες με περίκλειστη αυλή οι εσωστρεφείς και υπομονετικοί τουρκογενείς μουσουλμάνοι. Στη συνοικία Σούννε κατοικούν σε μεγάλα κονάκια με πτέρυγες οι μουσουλμάνοι τσιφλικάδες μπέηδες και σε μικρότερες αστικές κατοικίες οι μουσουλμάνοι δημόσιοι υπάλληλοι. Στα βόρεια υψώματα της περιφέρειας της πόλης, κατοικούν σε μικρές φτωχικές κατοικίες οι αυστηροί, εργατικοί Πομάκοι, απόγονοι γηγενών ορεσίβιων Θρακών, των οποίων η γλώσσα και η ταυτότητα βρίσκονται σε συνεχή απειλή. Στη νότια περιφέρεια βρίσκονται οι φτωχοί και ολιγαρκείς Αθίγγανοι. Στη νέα συνοικία των Δώδεκα Αποστόλων κατοικούν στις αρχές του 20ού αιώνα λίγοι σλαβόφωνοι οπαδοί της Βουλγαρικής Εξαρχίας και δυτικά υπάρχει μία κοινότητα Εβραίων. Τέλος, στις κεντρικές συνοικίες κατοικούν οι έμποροι, μικρέμποροι, βιοτέχνες, μαστόροι και εργάτες που είναι Έλληνες, αυτόχθονες ή επήλυδες, από πολλά μέρη της Ελλάδας και κυρίως από την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Μέσα στήν Ξάνθη εγκαθίστανται κατά περιόδους χριστιανικοί πληθυσμοί από τη Βόρεια Θράκη, τη Χαλκιδική, την Ήπειρο και τη Μακεδονία, όπως καί Μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τα Βαλκάνια κατά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο το 1877–1878. Αργότερα εγκαθίστανται στην πόλη Κρητικοί και μετά το 1922 εγκαθίστανται μαζικά πρόσφυγες τής Ανατολικής Θράκης, της Μικράς Ασίας και του Πόντου και, τέλος, πληθυσμοί ποντιακής καταγωγής από τήν πρώην Σοβιετική Ένωση, τελευταίοι αυτοί φυγάδες της πάλαι ποτέ ελληνικής Ανατολής. Η πόλη ευτύχησε να βρίσκεται σε μία περιοχή η οποία διαθέτει πλούσιο και ποικίλο φυσικό περιβάλλον. Το φυσικό περιβάλλον περιβάλλει την πόλη, είναι από παντού ορατό και λειτουργεί ως συνοδευτικό στοιχείο του δομημένου χώρου, τον διαφοροποιεί ακόμη περισσότερο και τον αναδεικνύει. Ενδιαφέρουσα είναι η διάταξη των τριών μοναστηριών της πόλης στα γύρω υψώματα, με τρόπο που δημιουργεί στον επισκέπτη αισθήματα οικείωσης και σιγουριάς, αφού τα μοναστήρια φαίνεται σαν να αιωρούνται πάνω από την πόλη και να την περιβάλλουν προστατευτικά.