Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

Οι στόχοι του Ελληνισμού και το πολιτικό μας σύστημα.

Υποστηρίζουμε ότι η Ελλάδα βρίσκεται ήδη από δεκαετίες σε καμπή και αναζητά σαφείς εθνικούς στόχους και αποτελεσματικούς τρόπους στήριξής τους, όπως και νέους ορίζοντες όσον αφορά την οικονομία, την κοινωνία, την ιδεολογία, την πολιτική και εν τέλει τον πολιτισμό. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για τις θεμελιώδεις αξίες, τις αρχές και τα ιδεώδη τα οποία συνιστούν κοινές κατευθύνσεις και επιδιώξεις όλων των πολιτών, αλλά και των θεσμών, ώστε να υποστηρίζονται οι προσανατολισμοί και οι στρατηγικοί στόχοι της χώρας. Η κρίση του πολιτικού μας συστήματος συναρτάται απολύτως με την αδυναμία του να υποστηρίξει τους εθνικούς στόχους, να ακολουθήσει με συνέπεια βασικές προγραμματικές αρχές, αλλά και να προτείνει νέους προσανατολισμούς, δηλαδή ένα νέο όραμα. Ήδη η καθολική μας κρίση κορυφώθηκε και βρίσκεται σε παροξυσμό. Τόσο, ώστε τίθενται σε αμφισβήτηση ουσιαστικά επιτεύγματά μας και πιστοποιείται στα πράγματα η αποτυχία του πολιτικού μας συστήματος.Είναι, λοιπόν, κατά βάση σημαντικό και αναγκαίο το να προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε τους μόνιμους και σταθερούς στόχους, στους οποίους προσβλέπουμε ως άτομα, ως κοινωνία και ως έθνος.

Εξετάζοντας πολύ γενικά τα πράγματα μπορούμε να διατυπώσουμε τους μεγάλους στόχους που από την διαμόρφωσή του έθεσε ο Νέος Ελληνισμός και που φαίνεται ότι σε κάποιο βαθμό παραμένουν πάντα σε ισχύ. Κατά την αντίληψή μας, οι μεγάλοι στόχοι του Νέου Ελληνισμού μπορούν πολύ γενικά να διατυπωθούν με τις ακόλουθες προτάσεις:
1) Το ζήτημα της επιβίωσης και της ανάπτυξης του ελληνικού έθνους. Βάσεις αποτελούν η ελληνική γλώσσα και η ελληνική ιστορία, αλλά και οι κοινές παραδόσεις. Ελληνική αρχαιότητα, Βυζάντιο και Νέος Ελληνισμός θεωρούνται ως ιστορική συνέχεια και γίνονται αντιληπτά ως προϋποθέσεις της ύπαρξης του ελληνικού έθνους. Ιδιαίτερη ιδιομορφία αποτελεί η συνάρτηση της εθνικής ταυτότητας με την ορθόδοξη πίστη.
2) Το ζήτημα της δημιουργίας, της εδραίωσης, της διατήρησης και της ανάπτυξης του νέου ελληνικού κράτους. Το κράτος αυτό στηρίζεται στην ιδεολογία της συνέχειας της ελληνικής ιστορίας και ελέγχεται από ομοιογενή μεσαία στρώματα, τα οποία αποτελούν και την πλειονότητα. Η πραγμάτωση αυτού του στόχου απαιτεί κοινωνική ισορροπία. Η εξωτερική ασφάλεια του κράτους στηρίζεται στις εθνικές δυνάμεις και πόρους. Η ιδιαίτερη όμως θέση της χώρας και το γεωπολιτικό περιβάλλον καθιστούν αναγκαία την παράλληλη ενίσχυση της ασφάλειας του κράτους, με την αναζήτηση της προστασίας ξένων δυνάμεων, ή πιο πρόσφατα, με τη συμμετοχή σε μεγάλες υπερεθνικές συσσωματώσεις και τον συνεταιρισμό με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
3) Το ζήτημα της εθνικής ολοκλήρωσης, ήγουν η συμμετοχή όλων των ελληνικών πληθυσμών στο νέο ελληνικό κράτος και η ενσωμάτωση τμήματος των εδαφών στα οποία ιστορικά κατοικούν. Η εθνική ολοκλήρωση πραγματοποιείται με εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες και εδαφική επέκταση, ενώ υποστηρίζεται ιδεολογικά στην πρώτη φάση της από τη ρωμηοβυζαντινή ιδεολογία.
4) Το ζήτημα της οικονομικής μεγέθυνσης. Η προσπάθεια οικονομικού πλουτισμού στηρίζεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία μεγάλης μάζας μεσαίων στρωμάτων, τα οποία προσβλέπουν προς την παιδεία και τον εκσυγχρονισμό ως μέσα συμμετοχής σε ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον. Παράλληλα, η οικονομική μεγέθυνση στηρίζεται στο κεφάλαιο, από το οποίο συχνά απαιτείται συμμετοχή στις προσπάθειες εθνικής ασφάλειας και εθνικής ολοκλήρωσης. Η αναδιανομή του πλούτου αποβλέπει κατά κανόνα στη στήριξη και διεύρυνση των στρωμάτων που αποτελούν τη βάση του κράτους. Η ένταξη στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα γίνεται μετά από τις αναγκαίες προσαρμογές και τον κατάλληλο εκσυγχρονισμό για τον οποίο πρότυπο αποτελεί πάντα η Δύση.
5) Το ζήτημα της εφαρμογής και της διάδοσης της παιδείας. Αυτό αποτελεί ιστορικό αίτημα και επιθυμία ευρύτατων μεσαίων στρωμάτων. Βάση συνιστούν η ελληνική παράδοση και ο σύγχρονος ευρωπαϊκός πολιτισμός. Μόνιμο αίτημα παραμένει ο εκσυγχρονισμός, που είναι πάντα σύμφωνος προς τα πρότυπα που επικρατούν στον δυτικό κόσμο.
6) Το ζήτημα της διαμόρφωσης και της διατύπωσης ιδεολογίας για τη στήριξη της ταυτότητας και της κοινωνικής και εθνικής συνείδησης. Κύρια πλαίσια και στηρίγματα αποτελούν το αίτημα για εκσυγχρονισμό με πόλο τη Δυτική Ευρώπη και τη συμμετοχή στον κεντρικό πυρήνα λήψεις αποφάσεων που δυτικού κόσμου, καθώς και η αντίληψη της συνέχειας του ελληνικού έθνους και της ελληνικής γλώσσας.
Η ασυναίσθητη παρουσία των στόχων αυτών συγκροτεί ένα κεντρικό και θεμελιώδες συνειδησιακό υπόβαθρο κοινό για όλους τους πολίτες και ανεξάρτητο από την κοινωνικοπολιτική τους ιδεολογία. Δύσκολα ένα έθνος μπορεί να επιβιώσει χωρίς να υποστηρίζεται από μια καθολική συνείδηση, όπως αυτή που προσπαθούμε να περιγράψουμε.
Οι στόχοι αυτοί είναι μόνιμοι, αλλά παρά το ότι μπορούμε να τους χαρακτηρίσουμε ως αποτελέσματα συναίνεσης δεν αποτελούν μόνιμες συνιστώσες συμπεριφορών. Τα φιλελεύθερα κοινοβουλευτικά καθεστώτα της Ελλάδας, για παράδειγμα, παρά το ότι αποδέχονται την ανάγκη της στήριξης της κοινωνικής βάσης του κράτους, συχνά αδιαφορούν για την αναδιανομή και τον έλεγχο του πλούτου. Άλλωστε, ο πελατειακός χαρακτήρας του ελληνικού κράτους και η αντίληψη της νομής της εξουσίας αποτελούν εμπόδια για την καθολική υιοθέτηση των εθνικών στόχων. Αυτό που ζητείται είναι η κατά το δυνατόν συμφωνία των κοινωνικών και των πολιτικών εταίρων με τους μόνιμους αυτούς στόχους.
Είναι φανερό ότι οι στόχοι αυτοί αποτελούν ένα μόνιμο και σταθερό υπόβαθρο στο οποίο είναι δυνατό να στηριχθούν αποτελεσματικά ορθολογικές και επιτυχείς οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συμπεριφορές, ανάλογες με αυτές που παρατηρούνται σε σύγχρονες κοινωνίες. Η ταχύρυθμη ανάπτυξη της χώρας κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε αναπτυξιακή και εκσυγχρονιστική νοοτροπία, που καλλιεργήθηκαν με στήριγμα τους στόχους που περιγράφουμε.

Η δυναμική των προηγούμενων δεκαετιών θα μπορούσε να μας είχε οδηγήσει σήμερα στην ικανοποιητική εκπλήρωση μεγάλου τμήματος από τους στόχους που περιγράψαμε. Εκείνο που πρέπει να παρατηρήσουμε, όμως, είναι ότι όχι μόνο υπάρχουν ελλείμματα αλλά και ότι σήμερα κλονίστηκαν οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες θα μπορέσουμε να επιτύχουμε την εκπλήρωση των εθνικών στόχων:
1) Όσον αφορά την επιβίωση του Ελληνισμού διαπιστώνεται διάβρωση των στοιχείων που συνιστούν την πολιτισμική μας ιδιαιτερότητα. Αυτό έχει σημασία, αφού σύμφωνα με την ιστορική εμπειρία μας η ασφαλέστερη και μονιμότερη ανεξαρτησία εδράζεται στην πολιτισμική αυτοδυναμία, ενώ η πιο απόλυτη υποταγή είναι αποτέλεσμα πολιτισμικής αλλοτρίωσης. Αλλά και με αντικειμενικά ποσοτικά κριτήρια είναι εμφανής η αποδυνάμωση του συνολικού γεωπολιτικού δυναμικού του Ελληνισμού.
2) Όσον αφορά την πραγμάτωση του νέου ελληνικού κράτους διαπιστώνουμε αποδυνάμωση της ιδεολογικής του βάσης, εκφυλισμό της κρατικής οντότητας, έξαρση της διαφθοράς και οξύ πρόβλημα εξωτερικής ασφάλειας. Υπάρχουν διεκδικήσεις και επεκτατική διάθεση από ιστορικούς αντιπάλους μας σε Βορρά και Ανατολή. Παράλληλα, η άνιση διπλωματία που εφαρμόζουν εις βάρος μας οι ισχυροί προστάτες που είμαστε αναγκασμένοι να αναζητούμε, κρατά τη χώρα σε καθεστώς ομηρίας. Αλλά και η αποτυχία του πολιτικού συστήματος να εξασφαλίσει ένα αποτελεσματικό κράτος μας καταδικάζει σε αλλεπάλληλες αποτυχίες. Είναι γνωστός ο πελατειακός χαρακτήρας του ελληνικού κράτους και η εξαγορά του εκλογικού σώματος από το πολιτικό σύστημα, το οποίο έχει αυτονομηθεί και επιδιώκει ανοιχτά τη νομή της εξουσίας. Επί πλέον είναι εμφανής η αντινομία διοίκησης – πολιτών και η απουσία αμοιβαίας αποδοχής και υποστήριξης. Για το ιδιόμορφο αυτό φαινόμενο έχουν προταθεί διάφορες εξηγήσεις. Υποστηρίζεται ότι η συγκρότηση του Ελληνισμού σε κρατικό μόρφωμα σημαίνει και το τέλος του, αφού αναγκάσθηκε έτσι να υιοθετήσει θεσμούς ξένους και να απεμπολήσει τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του. Οπωσδήποτε, εδώ βρισκόμαστε στον πυρήνα του προβλήματός μας, αφού τουλάχιστον τέσσερις από τους έξι στόχους που προσδιορίσαμε εξαρτώνται απόλυτα από την ύπαρξη ενός επιτυχημένου και αποτελεσματικού κράτους.
3) Όσον αφορά την εθνική ολοκλήρωση θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο στόχος αυτός έπαψε να έχει έννοια μετά τη μερική εκπλήρωσή του και τη μερική αποτυχία του. Ωστόσο, μετά το 1922 ο εκτός συνόρων αλύτρωτος Ελληνισμός διαλύεται και παύει να υπάρχει, ενώ το δεύτερο ελληνικό κράτος, που δημιουργήθηκε στην ανατολική Μεσόγειο, αντιμετωπίζει πρόβλημα ύπαρξης. Ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι το νέο ελληνικό κράτος δημιουργείται στην περιφέρεια του τότε Ελληνισμού και η πρωτεύουσά του δεν απελευθερώνεται. Μετά το 1922 η Ελλάδα περιορίζεται όλο και περισσότερο σε μια χώρα των συνόρων. Τα σύνορά μας δεν βρίσκονται πια μόνο στον Έβρο, το Αιγαίο ή την Κύπρο, αλλά και παντού εκεί όπου φθάνει η παιδεία μας, η αίσθηση του τόπου και η συνείδηση της ταυτότητας.
4) Όσον αφορά την οικονομική μεγέθυνση, πετύχαμε κάποιο βαθμό πλουτισμού, διατηρώντας όμως δομές ξεπερασμένες, στερούμενοι μιας μακροπρόθεσμης οικονομικής πολιτικής, ενώ το όλο οικονομικό μας σύστημα φαίνεται να είναι επισφαλές και ήδη βρίσκεται σε αμφισβήτηση. Η οικονομική μας απογείωση κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα οδήγησε την κατάταξη της χώρας στην ομάδα των αναπτυγμένων χωρών με καλές επιδόσεις. Ωστόσο, η δημοσιονομική μας αποτυχία έθεσε σε αμφιβολία τα επιτεύγματα αυτά.
5) Όσον αφορά το αίτημα για παιδεία, αυτό έχει πάρει την μορφή τυπολατρικής επιδίωξης δικαιωμάτων και ωφελημάτων. Αμφίβολο και αμφιλεγόμενο είναι το περιεχόμενο της παιδείας, ενώ αμφισβητούνται τα ιδεολογικά της στηρίγματα.
6) Όσον αφορά την ιδεολογική υποδομή επικρατεί σύγχυση, ενώ αποδομούνται η ιστορική και η πολιτισμική ταυτότητά μας. Μίμηση και εθελοδουλία χαρακτηρίζουν το ιδεολογικό μας περιβάλλον, ενώ εθνομηδενιστικές απόψεις διαδίδονται στους κύκλους που παίρνουν τις αποφάσεις.

Ιδού λοιπόν ευρύ και λαμπρό πεδίο για άσκηση πολιτικής που θα φιλοδοξεί να αναγεννήσει την παράδοση, να γεφυρώσει τα χάσματα και να αντιστρέψει τον κατήφορο μιας φθίνουσας Ελλάδας.
Η ιστορική εμπειρία μας διδάσκει πώς μέσα από τα ερείπια και τις καταρρεύσεις ανορθώνεται και πάλι το Ελληνικόν.

Ανθούν οι βιομηχανίες των εξοπλισμών.

Παρά την παγκόσμια οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε τα δύο τελευταία χρόνια, οι βιομηχανίες και η κούρσα των εξοπλισμών ανθούν σε όλο τον κόσμο. Αυτό είναι ένα από τα συμπεράσματα της μελέτης που κυκλοφόρησε το ερευνητικό κέντρο Stockholm International Peace Research Institute (SIPRI). Η μελέτη αυτή αναλύει και παρουσιάζει στοιχεία σχετικά με το παγκόσμιο εμπόριο οπλικών συστημάτων κατά το διάστημα 2005 – 2009.
Σύμφωνα με το ινστιτούτο SIPRI η εξοπλιστική φρενίτιδα κορυφώθηκε τα τελευταία πέντε χρόνια δραματικά στη Νότιο Αμερική και τη Νοτιοανατολική Ασία. Κατά το διάστημα 2005 – 2009 ο όγκος του εμπορίου των εξοπλισμών αυξήθηκε κατά 22% σε σταθερές τιμές σε σύγκριση με το διάστημα 2000 – 2004.
Οι ΗΠΑ παραμένουν σταθερά ως ο πρώτος εξαγωγέας όπλων σε παγκόσμιο επίπεδο με μερίδιο της αγοράς γύρω στο 30%. Ακολουθεί η Ρωσία με 23%, η Γερμανία με 11%, η Γαλλία με 8% και η Μεγάλη Βρετανία με 4% των συνολικών πωλήσεων. Οι εξαγωγές της Γερμανίας σχεδόν διπλασιάσθηκαν, κυρίως λόγω της μεγάλης επιτυχίας των τεθωρακισμένων και των αρμάτων μάχης, τα οποία κατασκευάζει η χώρα αυτή. Το παγκόσμιο εμπόριο όπλων κατανέμεται κατά 41% στην Ασία, κατά 24% στην Ευρώπη, κατά 17% στη Μέση Ανατολή, κατά 11% στην Αμερικανική Ήπειρο και, τέλος, κατά 7% προς την Αφρική. Οι πωλήσεις όπλων προς τη Νότιο Αμερική αυξήθηκαν κατά 150% με τη Βραζιλία, τη Χιλή και το Περού να αγοράζουν άφθονα άρματα Leopard. Στη Νοτιοανατολική Ασία η Σιγκαπούρη είναι η πρώτη χώρα της περιοχής που συγκαταλέγεται πια στους δέκα κορυφαίους εισαγωγείς όπλων. Παράλληλα, το Βιετνάμ είναι η πρώτη χώρα της περιοχής που διαθέτει τώρα μαχητικά αεροσκάφη ευρείας δράσεως και στόλο υποβρυχίων. Δημιουργούνται έτσι συνθήκες ικανές να αποσταθεροποιήσουν ολόκληρη τη Νοτιοανατολική Ασία.
Οι πρωταγωνιστές της παγκόσμιας κούρσας εξοπλισμών οδηγούνται από την Κίνα που απορροφά το 9% των παγκόσμιων εξαγωγών και παραμένει στην κορυφή και τα πέντε χρόνια, που καλύπτει η έρευνα. Ακολουθούν η Ινδία, η Νότιος Κορέα, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η χώρα μας που κατέχει σταθερά την πέμπτη θέση, αν και κατά το διάστημα 2000 – 2004 βρισκόταν στην τρίτη θέση. Εντυπωσιακός είναι ο κατάλογος των αγορών των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων που εξοπλίζονται μέχρι τα δόντια προφανώς για να αισθάνονται σίγουρα απέναντι στο Ιράν. Η Ρωσία, που παραμένει μεγάλος εξαγωγέας, έχει παραγγείλει αριθμό ιπτάμενων διατάξεων χωρίς πιλότο από το Ισραήλ, το οποίο έχει αναπτύξει πρωτοποριακή παραγωγή των προηγμένων τεχνολογικά αυτών όπλων.
Μεγάλο ποσοστό των πωλήσεων όπλων αφορά μαχητικά αεροσκάφη, η αγορά των οποίων τροφοδοτεί την κούρσα εξοπλισμών στη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική, τη Νότιο Αμερική και τη Νοτιοανατολική Ασία. Οι ΗΠΑ είναι ο κύριος προμηθευτής παραλλαγών των αεροσκαφών F16 και F15 με τα οποία εφοδιάζει 70 χώρες με μεγαλύτερους αγοραστές τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ισραήλ, τη Νότιο Κορέα και βέβαια τη χώρα μας. Η κούρσα εξοπλισμού βρίσκεται σε παροξυσμό στο μέτωπο Ινδίας – Πακιστάν, όπου εκατοντάδες αεροσκάφη από την Κίνα και τη Ρωσία έχουν παραγγελθεί για τις αεροπορίες των χωρών αυτών. Η κούρσα εξοπλισμών στο Αιγαίο δεν αναφέρεται, προφανώς γιατί η Τουρκία έχει αναπτύξει αξιόλογη εξοπλιστική βιομηχανία, κάτι που εμείς δεν μπορέσαμε να επιτύχουμε. Οπωσδήποτε, στη μελέτη αυτή δεν αναφέρονται οι τερατώδεις εξοπλισμοί τους οποίους πραγματοποιεί και έχει προγραμματίσει η Τουρκία, αφού δεν αφορούν πράξεις εξωτερικού εμπορίου.
Ακόμη και οι φτωχοί του πλανήτη είναι παρόντες στις λίστες των παραγγελιών. Πάμπτωχες χώρες, όπως το Τσαντ, η Κένυα και το Σουδάν εμφανίζονται ως αγοραστές τεθωρακισμένων, αεροσκαφών και πυραύλων.