Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Άνοιγμα της Κίνας προς τον παγκόσμιο ωκεανό.

Ο ανήσυχος και δυναμικός Δυτικός Πολιτισμός βρίσκεται πάντα ανοικτός προς τις θάλασσες και είναι Μεσογειακός και Ατλαντικός. Η κυριαρχία του αγγλοσαξονικού κόσμου στους ωκεανούς χρονολογείται από τον 18ο αιώνα. Πιο πριν μάλιστα, η Μεγάλη Βρετανία έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο εμπορικό και στο πολεμικό της ναυτικό. Οπωσδήποτε, μετά τον 18ο αιώνα, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιαπωνία και, πιο πρόσφατα, η Σοβιετική Ένωση αμφισβήτησαν, χωρίς επιτυχία, την αγγλική και την αμερικανή κυριαρχία στους ωκεανούς. Είναι χαρακτηριστική η στρατηγική των αντιπάλων κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τη μεγαλύτερη στρατιωτική σύγκρουση της ιστορίας. Οι νικητές του πολέμου ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία διατήρησαν την ναυτική υπεροχή τους σε όλη τη διάρκειά του, άλλωστε αυτή δύσκολα αμφισβητήθηκε. Σε συμφωνία με την αγγλοσαξονική γεωπολιτική αντίληψη, οι τελικοί νικητές κυριάρχησαν στις θάλασσες, ανεξάρτητα από την έκβαση του χερσαίου πολέμου στην ευρασιατική ηπειρωτική μάζα. Το πάγιο γεωπολιτικό δόγμα του αγγλοσαξονικού κόσμου διατυπώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά εφαρμόσθηκε με συνέπεια πολύ πριν. Το δόγμα αυτό, με λίγα λόγια, υποστηρίζει την ναυτική κυριαρχία στις θάλασσες που περιβάλλουν το ευρασιατικό ηπειρωτικό σύνολο (παγκόσμια νήσος). Η χερσαία στρατιωτική δύναμη που ενδέχεται να κυριαρχήσει στο κεντρικό τμήμα της Ευρασίας (καρδιά) θα έχει την δυνατότητα να διεκδικήσει την παγκόσμια κυριαρχία με την έξοδό της στα λιμάνια που έχουν πρόσβαση στις θάλασσες (παγκόσμιος ωκεανός). Πρόκειται για μια γεωγραφία της ισχύος και για αντίληψη που επιβάλει το άνοιγμα προς τον κόσμο, τον έλεγχο των θαλασσίων δρόμων και την απόκτηση τεχνολογίας και επιρροής.

Στο σχήμα αυτό εντάσσονται οι προσπάθειες της τσαρικής και της σοβιετικής Ρωσίας, όπως και της Γερμανίας, να αποκτήσουν την κυριαρχία της ευρασιατικής ηπείρου και την έξοδο στους λιμένες που οδηγούν στους ωκεανούς. Το Ανατολικό Ζήτημα ερμηνεύεται, ως ένα σημείο, με τη σχηματοποίηση της παγκόσμιας γεωπολιτικής, όπως συνοπτικά την περιγράφει το δόγμα του «παγκόσμιου ωκεανού». Είναι χαρακτηριστικές οι παραινέσεις του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου προς τον νεαρό και άπειρο βασιλέα Όθωνα. Ο Μαυροκορδάτος προσπάθησε να πείσει τον ενθουσιώδη Όθωνα ότι η μόνη πιθανότητα εφαρμογής της Μεγάλης Ιδέας θα εμφανιζόταν μετά από μια απόπειρα της Ρωσίας να κατέλθει στην Κωνσταντινούπολη και τη Θράκη. Τότε μόνο, κατά τον Μαυροκορδάτο, θα είχε η ελληνική σημαία τη δυνατότητα να κυματίσει στην Κωνσταντινούπολη, αφού οι λόγχες των Δυτικών θα την ανύψωναν εκεί. Ανάλογα, ο Ιωσήφ Στάλιν παρατήρησε στον Μίλοβαν Τζίλας το 1947, ότι οι Έλληνες κομμουνιστές δεν είχαν δυνατότητα επιτυχίας και ήταν άφρονες, με το να προσπαθούν να αποκόψουν τον θαλάσσιο δρόμο των ΗΠΑ στη Μεσόγειο και να συμπεριλάβουν την Ελλάδα στο Σιδηρούν Παραπέτασμα.


Σήμερα οι ΗΠΑ, παρ΄ όλη τη δεινή οικονομική τους θέση, διατηρούν πανίσχυρους στόλους που καλύπτουν όλες τις θαλάσσιες επιφάνειες και κυριαρχούν απόλυτα σε όλους τους ωκεανούς. Οι ΗΠΑ διαθέτουν 53 υπερμοντέρνα πυρηνικά υποβρύχια, περισσότερα δηλαδή από αυτά που αθροίζουν όλοι μαζί οι άλλοι στόλοι. Διαθέτουν επίσης την ισχυρότερη και πλέον προηγμένη αεροναυτική δύναμη παρούσα σε οποιοδήποτε σημείο των ωκεανών. Ο στόλος των ΗΠΑ διαθέτει τα 12 από τα 15 αεροπλανοφόρα, που υπάρχουν σήμερα και προστατεύεται από μία πανίσχυρη φουτουριστική ανθυποβρυχιακή αεροπορική δύναμη.

Ωστόσο, για πρώτη φορά μετά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα έχουν αναδυθεί συνθήκες, κάτω από τις οποίες είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί η απόλυτη κυριαρχία των ΗΠΑ στους ωκεανούς και άρα και η παγκόσμια κυριαρχία τους. Ο νέος εταίρος ενός κόσμου, που τείνει να γίνει πολυεστιακός, είναι η Κίνα, η οποία βρίσκεται σε μία διαδικασία ναυπήγησης σύγχρονης ναυτικής δύναμης. Τα κινέζικα ναυπηγεία εργάζονται με πλήρη δυναμικότητα, ενώ προβλέπεται να εξελιχθούν σε μερικά χρόνια στα μεγαλύτερα του κόσμου. Παράλληλα, οι ναυτικές βάσεις και τα λιμάνια της Κίνας εκσυγχρονίζονται και αναπτύσσονται για να υποδεχθούν τις εκατοντάδες των πλοίων που ναυπηγούνται. Αν λάβουμε υπ΄ όψη ότι ο ρωσικός στόλος, ο δεύτερος στον κόσμο μετά από αυτόν των ΗΠΑ, σκουριάζει στη Σεβαστούπολη και στο Βλαδιβοστόκ, τότε η Κίνα διαθέτει σήμερα τον δεύτερο ισχυρότερο στόλο στον κόσμο, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιαπωνία ακολουθούν σε απόσταση. Ανάλογα συμβαίνουν και στην εμπορική ναυτιλία, όπου η Κίνα ανταγωνίζεται τους Έλληνες εφοπλιστές για τα πρωτεία. Ήδη, το τμήμα της κινέζικης βιομηχανίας που αφορά ναυτιλιακές δραστηριότητες ανέρχεται στο 10% του εθνικού προϊόντος, ενώ επτά από τα μεγαλύτερα λιμάνια του κόσμου ανήκουν στην Κίνα. Για μια ακόμη φορά η Κίνα βρίσκεται στο παγκόσμιο προσκήνιο.

Οι φιλοδοξίες της Κίνας εκδηλώνονται με την προσπάθεια ελέγχου των διαδρόμων που την συνδέουν με τις ανοιχτές θάλασσες και εξασφαλίζουν τον εφοδιασμό της με ενέργεια, αφού η Κίνα είναι ο δεύτερος εισαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο. Ήδη το Πεκίνο έχει επιτύχει να τακτοποιήσει τις συνοριακές διαφορές με 13 από τους γειτόνους του και μάλιστα με τρόπο φιλικό. Ωστόσο, παραμένουν ανοικτά τα ζητήματα της Ταϊβάν και των διαφορών με την Ιαπωνία σχετικά με την οριοθέτηση των χωρικών υδάτων.

Ως ένα σημείο, οι ναυτικές φιλοδοξίες της Κίνας συνδέονται με τα ιστορικά δικαιώματα που οι Κινέζοι πιστεύουν ότι τους έχουν αφαιρεθεί από τους βάρβαρους της Δύσης. Πριν πέντε αιώνες, κατά την εποχή της Δυναστείας Μινγκ, η Κίνα είχε όλες τις δυνατότητες για να ανταγωνιστεί την παγκόσμια εξάπλωση της Ευρώπης. Οι Κινέζοι βρισκόταν ήδη τότε σε καλύτερο επίπεδο από τους Ευρωπαίους σε αστρονομικές παρατηρήσεις, γνώριζαν την πυξίδα, κατασκεύαζαν καλύτερες άγκυρες και διέθεταν πιο λεπτομερείς ναυτικούς χάρτες, ενώ τα πλοία τους ήταν μεγαλύτερα και πιο προηγμένα τεχνικά από αυτά των Ευρωπαίων. Η εσωστρέφεια της χώρας αυτής σε αντίθεση με την ασίγαστη ανησυχία των Ευρωπαίων, οδήγησε στην ταπείνωση και την παρακμή της.

Οπωσδήποτε, μπορούμε να ερμηνεύσουμε θετικά και ως μετριοπαθή τη στάση της Κίνας απέναντι στα παγκόσμια πράγματα, αλλά και να υποθέσουμε ότι η μετριοπάθεια είναι ένα πολιτισμικό στοιχείο της χώρας αυτής. Είναι γεγονός ότι η παρούσα κατάσταση της ταχύτατης ανάπτυξης και μεγέθυνσης δεν αποτελεί για τους Κινέζους αφορμή για αλαζονική συμπεριφορά. Οι Κινέζοι πολιτικοί δεν κουράζονται να επαναλαμβάνουν ότι η χώρα τους επιδιώκει να επηρεάσει τον κόσμο με «αρμονικό και ειρηνικό τρόπο». Ας ελπίσουμε ότι είναι έτσι.

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

Η ανακήρυξη της Παλιάς Ξάνθης ως διατηρητέου οικισμού.

Η απογείωση της εθνικής οικονομίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 δεν ακολουθήθηκε με τον ίδιο ρυθμό από τις πόλεις της Θράκης. Η περιθωριοποίηση και η οικονομική παρακμή της Θράκης καθυστέρησαν την ανοικοδόμηση στις πόλεις της. Τις δεκαετίες του 1950 και 1960, όταν η χώρα αντιμετώπιζε αποτελεσματικά το οξύ στεγαστικό πρόβλημα που κληροδότησαν οι καταστροφές της δεκαετίας του 1940 και η αστικοποίηση που επέβαλε η μεταπολεμική ταχύρυθμη ανάπτυξη, οι πόλεις της Θράκης παρέμειναν όπως είχαν διαμορφωθεί στις αρχές του 20ου αιώνα και τον μεσοπόλεμο. Ωστόσο, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 η πόλη της Ξάνθης βρέθηκε σε πλήρη αναπτυξιακή πορεία η οποία προξένησε έντονη ζήτηση κατοικίας. Παράλληλα, η εγκατάσταση πληθυσμών από την περιφέρεια ενίσχυσε τη ζήτηση. Η απάντηση ήταν, βέβαια, η πολυκατοικιοποίηση, η οποία είχε ήδη επιβληθεί ως επιτυχές μοντέλο στέγασης των αστικών πληθυσμών της υπόλοιπης χώρας. Το σύστημα της αντιπαροχής είχε αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματικό για την παραγωγή σύγχρονων κατοικιών, ώστε οι ελληνικοί πληθυσμοί να στεγασθούν με υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης.

Η πολυκατοικιοποίηση των ελληνικών πόλεων συνέβη σε εποχή που επικράτησε η αντίληψη ότι ο λαϊκός πολιτισμός ήταν πια ξεπερασμένος. Τόσο, ώστε οι νέες μορφές στο δομημένο περιβάλλον έπρεπε να συμφωνούν με την αντίληψη του μοντέρνου. Παράλληλα, η εξασφάλιση εισοδήματος και κέρδους στους ιδιοκτήτες γης, αλλά και τα υψηλά κέρδη που πραγματοποιούσαν οι εργολάβοι επέβαλαν την χωρίς όριο εκμετάλλευση του χώρου. Η επιλογή λοιπόν της ανοικοδόμησης σε υψηλή πυκνότητα, που ικανοποιούσε αμφότερους τους ιδιοκτήτες και τους εργολάβους, κατέληξε σε αρνητικό αποτέλεσμα για όλες τις ελληνικές πόλεις. Δημιουργήθηκε ένα άξενο αστικό περιβάλλον υψηλών κτηρίων σε όλο το μήκος των στενών οδικών αξόνων. Η καταχρηστική εφαρμογή των όρων δόμησης και οι ανεξέλεγκτες υπερβάσεις επιβάρυναν τον αστικό χώρο σε βαθμό που έγινε άσχημος και καταπιεστικός. Τα βιοκλιματικά στοιχεία αγνοήθηκαν, η αισθητική ξεχάσθηκε, περιοχές χωρίς ορθολογική ρυμοτομία ανοικοδομήθηκαν, ο δημόσιος χώρος έπαψε να υπάρχει. Αλλά και η συνεχής παραγωγή νέων κατοικιών απαξίωσε το ιστορικό περιβάλλον. Η αισθητική του δομημένου περιβάλλοντος στον ελλαδικό χώρο είναι πλέον ενιαία και οι ελληνικές πόλεις έχασαν σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα και την ιδιαίτερη ατομικότητα που τις ξεχώριζε. Αλλά και η προστασία συγκεκριμένων κτισμάτων που κηρύσσονται διατηρητέα δημιουργεί ασύμμετρες πραγματικότητες. Η πόλη της Ξάνθης ευτύχησε να αποφύγει για το παλιό τμήμα της τη μοίρα αυτή.

Το έτος 1976 αποτέλεσε ορόσημο για την πόλη της Ξάνθης. Μετά την εκδήλωση των γνωστών εξωτερικών απειλών ελήφθησαν σύνθετα μέτρα για την σε μαρασμό ευρισκόμενη πόλη: εγκαταστάθηκε εκεί το Δ΄ Σώμα Στρατού, ιδρύθηκαν σχολές του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης, και νομοθετήθηκαν ειδικά κίνητρα για την εγκατάσταση μεταποιητικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων στη Θράκη. Τα οικονομικά κίνητρα προξένησαν την ίδρυση δεκάδων ιδιωτικών και συνεταιριστικών βιομηχανικών μονάδων. Σύντομα, με την έλευση και εγκατάσταση των στρατιωτικών και των φοιτητών, η ζήτηση κατοικίας έλαβε διαστάσεις πρωτοφανείς για την πόλη. Την πόλη συγκροτούσε τότε η Νέα Πόλη που οικοδομήθηκε μετά το 1923 για να στεγάσει τους πρόσφυγες και η Παλιά Πόλη που είχε ανοικοδομηθεί μετά το 1829, όταν ισοπεδώθηκε από σεισμούς, επάνω στα ίχνη της βυζαντινής πόλης. Η Παλιά Πόλη αποτελούσε δημιούργημα του ελληνικού κοινοτισμού και διατηρούσε την ατμόσφαιρα της καθ’ ημάς Ανατολής. Τα δύο οικιστικά σύνολο συνυπήρχαν αρμονικά. Ωστόσο, το 1939 είχε επιχειρηθεί πολεοδομικός εκσυγχρονισμός με τη χάραξη νέων δρόμων στον παραδοσιακό οικισμό και τη σύνταξη νέου πολεοδομικού σχεδίου. Η εφαρμογή των πολεοδομικών νεωτερισμών θα είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή του οικισμού της Παλιάς Πόλης ο οποίος λόγω οικονομικής παρακμής είχε παραμείνει μέχρι το 1976 σχεδόν άθικτος.

Τότε, συνέβη κάτι μοναδικό για τα πολεοδομικά μας πράγματα. Με πρωτοβουλία του Νομάρχη Κωνσταντίνου Θανόπουλου ο Υπουργός Πολιτισμού Κωνσταντίνος Τρυπάνης εξέδωσε απόφαση διάσωσης και προστασίας ολόκληρης της Παλιάς Ξάνθης, ώστε η Νέα Πόλη να αποτελέσει πλέον το πεδίο της ανοικοδόμησης και πολυκατοικιοποίησης.

Κινούμενοι από τις αντικειμενικές ανάγκες και τις νοοτροπίες της εποχής εκείνης οι κάτοικοι και ιδιοκτήτες των ακινήτων της Παλιάς Πόλης αντέδρασαν μαζικά στην ανακήρυξή της ως διατηρητέας. Το σύνολο των αιρετών εκπροσώπων του Δήμου και του Νομού, των επαγγελματικών, εμπορικών συνδικαλιστικών, και πολιτιστικών φορέων υποστήριξαν τις αντιδράσεις των κατοίκων. Η αντίδραση κλιμακώθηκε με διαμαρτυρίες, δημοσιεύσεις, συγκεντρώσεις και ψηφίσματα και διάρκεσε σχεδόν τρία χρόνια. Ευτυχώς, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε σε όλη την Ελλάδα, η πολιτεία δεν υποχώρησε και έτσι η Παλιά Ξάνθη σώθηκε. Η Βόρεια Ελλάδα πλουτίσθηκε με ένα ανοικτό μουσείο εκφράσεων, ρυθμών και αρχιτεκτονικής που μαρτυρά, χαρακτηρίζει και περιγράφει τις πραγματικότητες των Ελλήνων της καθ’ ημάς Ανατολής κατά τον 19ο αιώνα.

Αλλά η ιστορικότητα που διατηρεί σήμερα η πόλη της Ξάνθης δεν αφορά μόνον την τοπική ιστορία, δεν έχει μόνον στενό τοπικό ενδιαφέρον, αλλά έχει βαρύτητα γενικότερη.

Εκείνο που το περιβάλλον της Ξάνθης μεταφέρει σε μας, σύγχρονους πολίτες μιας παγκοσμιοποιημένης πραγματικότητας, είναι γενικές αρχές που διατηρούν σημασίες. Και οι σημασίες αυτές είναι συγκεκριμένες. Σημαίνουν την ταυτότητα και οδηγούν στην ελευθερία. Αφού η ασφαλέστερη ανεξαρτησία είναι η πολιτισμική ανεξαρτησία, ενώ η χειρότερη υποταγή είναι η πολιτισμική υποδούλωση. Αλλά και αφού η θρησκευτική μας πίστη, η παράδοση, η ιστορία, η γλώσσα είναι τα στοιχεία της ελευθερίας μας.

Θα προσπαθήσουμε λοιπόν να παρουσιάσουμε με απλά λόγια τις σημασίες που μεταφέρει και διατηρεί η προστατευόμενη σήμερα Παλιά Ξάνθη.

Πρώτα-πρώτα, στη χωροταξική διάταξη της Ξάνθης διακρίνονται ακόμη οι βυζαντινές μυστικές αντιλήψεις για καθαγίαση του χώρου. Έπειτα, η πόλη, όπως διατηρείται, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα οικισμού της καθ’ ημάς Ανατολής. Αλλά είναι και το πληρέστερα διατηρούμενο στον ελλαδικό χώρο δομημένο παράδειγμα της κοινοτικής οργάνωσης του νεότερου Ελληνισμού κατά την ύστερη Τουρκοκρατία. Κτίτορας της Ξάνθης είναι η ρωμαίικη κοινότητα με την καθοδήγηση της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι πόροι για την ανέγερση της πόλης προέρχονται από την εμπορική και οικονομική δραστηριότητα της κοινότητας. Η Ξάνθη είναι δημιούργημα του ελληνικού κοινοτισμού. Η εκ βάθρων ανέγερση της κατεστραμμένης από σεισμούς πόλης γίνεται από μπουλούκια οικοδόμων από την Ήπειρο και την Μακεδονία. Αυτοί μεταφέρουν τον λαϊκό πολιτισμό του αναγεννημένου Νέου Ελληνισμού στην Ξάνθη και στη Θράκη. Μεγάλη είναι η κινητικότητα των πληθυσμών της πόλης, η οποία αποτελεί ένα καταφύγιο φυγάδων και προσφύγων. Στη διατηρούμενη Παλιά Πόλη της Ξάνθης απαντώνται στοιχεία της λαϊκής, της "αρχοντικής" και της εκκλησιαστικής ελληνικής αρχιτεκτονικής. Τα παραδοσιακά στοιχεία συνυπάρχουν με στοιχεία της κεντροευρωπαϊκής μπελ επόκ, της εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής των αστικών κέντρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και του νεοκλασσικισμού του Νέου Ελληνικού Κράτους. Η Παλιά Πόλη είναι ένα αρχιτεκτονικό υβρίδιο, καθρέπτης της εξωστρέφειας του Ελληνισμού και του κοσμοπολιτισμού των Ρωμηών της καθ’ ημάς Ανατολής, αλλά και τόπος αρμονικής συμβίωσης πληθυσμών με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές.

Έχουμε, δηλαδή, εδώ την ζώσα και ορατή παρουσία όσων συνιστούν την εθνική και πολιτισμική μας ιδιοπροσωπία: Βυζάντιο, Νέος Ελληνισμός, καθ’ ημάς Ανατολή, Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, Κοινότητες των Ρωμηών κατά την Τουρκοκρατία, Μικρασιατική Καταστροφή.

Όμως οι σημασίες που μεταφέρει η Παλιά Πόλη της Ξάνθης δεν αφορούν μόνο το ιστορικό περιβάλλον, αλλά απλώνονται και στη σύγχρονη προβληματική, όπως συνειδητά η ασυνείδητα τη βιώνουμε.

Διαστημικοί δορυφόροι, ερτζιανά κύματα, ψηφιακή καλωδίωση, συστήματα πληροφόρησης υφαίνουν σήμερα ένα παγκόσμιο πλέγμα που απομακρύνει το εμπειρικό, το γνώριμο και το οικείο. Το παγκόσμιο αντικαθιστά το τοπικό. Το πρόσκαιρο καταργεί το ιστορικό. Ο τόπος φαίνεται να χάνει τη δύναμή του να αποκαλύπτει σημασίες. Η οικείωση είναι πια δύσκολη και γίνεται συνεχώς πιο σπάνια. Ο τόπος αποκτά πλέον χαρακτήρα διαδικαστικό κενό από σημασίες. Γίνεται χώρος που δεν είναι μόνιμος, που χρησιμεύει μόνο για να μας μεταφέρει εκεί που είναι ανάγκη να πάμε. Ο τόπος γίνεται μη τόπος. Ουσιαστική είναι η διαπίστωση ενός μεγάλου σύγχρονου διανοητή ότι «η έλλειψη πατρίδας είναι σήμερα ένα παγκόσμιο πεπρωμένο». Η διαπίστωση αυτή δεν είναι ιδεολογική και έχει την εξήγησή της, πάντα κατά τον ίδιο διανοητή, στην αποχώρηση του ιστορικού στοιχείου μέσα από το Είναι. Ο κόσμος βρίσκεται σήμερα μέσα σε ένα «διαρκές παρόν». Στα καθ’ ημάς, υπάρχει επί πλέον η πραγματικότητα του αστικού εφιάλτη, που είναι το αντίθετο αυτού που κατά παράδοση ονομάζουμε πόλη, δηλαδή του οικισμού που ξεχωρίζει και ανυψώνεται γιατί διαθέτει μια χαρακτηριστική ψυχή.

Μετά το 1922, με την καταστροφή του ευρύτερου Ελληνισμού, η Ελλάδα περιορίζεται όλο και περισσότερο σε μία χώρα των συνόρων. Τα σύνορά μας δεν βρίσκονται πια μόνο στον Έβρο, το Αιγαίο η την Κύπρο, αλλά και παντού εκεί όπου φθάνει η παιδεία μας, η αίσθηση του τόπου και η συνείδηση της ταυτότητας. Τα σύνορα παύουν να είναι γραμμικά και απλώνονται και διακλαδώνονται παντού στον εμπειρικό και στον νοητικό χώρο. Φαίνεται πια καθαρά ότι είναι απολύτως αναγκαίο να επασυνδεθούμε σταθερά με αυτό που μας καθορίζει.

Ιδού λοιπόν σήμερα εδώ μία πόλη σύνορο που στέκεται ως τόπος, απ’ όπου μπορούμε να πλησιάσουμε αυτό που μας φαίνεται μακρινό, να συνδέσουμε το πρόσκαιρο με το διαρκές και να αντικαταστήσουμε το άξενο με το οικείο.

Nεοοθωμανισμός και δορυφοροποίηση της Ελλάδας.

Η επιλεκτική και ευνοϊκή μεταχείριση της Τουρκίας από τη νέα αμερικανική κυβέρνηση και τον νέο αμερικανό πρόεδρο, αλλά και η εμφάνιση στο προσκήνιο του Αχμέτ Νταβούτογλου τάραξαν για λίγο το ευδαιμονικό ελληνικό παρόν, αν και οι αντιδράσεις φαίνεται να είναι υποτονικές. Οι πολιτικοί μας φαίνεται να είναι απρόθυμοι να συζητήσουν το πρόβλημα και πολύ περισσότερο να έχουν κάποια διάθεση να το αντιμετωπίσουν. Είναι πιθανό ότι θα επαναληφθεί το φαινόμενο της τρανταχτής αδιαφορίας που έδειξαν κατά την προηγούμενη προεκλογική περίοδο, όταν επιμελώς απέφυγαν να αναφερθούν στο επιτακτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε και που συναρτάται απολύτως με την εθνική και κρατική μας υπόσταση. Όσο για τα πανεπιστήμιά μας και τις λίγες και ισχνές δεξαμενές σκέψης που διαθέτουμε, εκεί η αδιαφορία και η άγνοια για τα τουρκικά πράγματα ανταγωνίζεται την αντίστοιχη κατάσταση που φαίνεται να επικρατεί στο Υπουργείο Εξωτερικών.

Είμαστε η χώρα που αρνείται να πιστέψει στην απειλή που είναι αμέσως ορατή και που θέλει να πειστεί ότι τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, αλλά έχουν ένα κρυφό νόημα και επιφυλάσσουν εξελίξεις σύμφωνες προς τις επιθυμίες και τα όνειρά μας. Είμαστε η χώρα που διστάζει να καταγγείλει και να κοινολογήσει τις απειλές που δέχεται και την τρομοκρατία που υφίσταται από άλλη χώρα, μέλος της ίδιας αμυντικής συμμαχίας.

Όλα αυτά σημαίνουν βέβαια την καταρράκωση του φρονήματός μας. Δυστυχώς φαίνεται ότι βρισκόμαστε στην ίδια αξιοθρήνητη κατάσταση με αυτήν του 1974, όταν χάσαμε ένα πόλεμο χωρίς να επιχειρήσουμε να πολεμήσουμε.

Χαρακτηριστική της κατάστασης μας είναι η απαισιοδοξία και ο φαταλισμός που διακρίνουν τις δύο πρόσφατες επιφυλλίδες του κυρίου Χρήστου Γιανναρά στην Καθημερινή. Τα άρθρα αυτά καταλήγουν, μετά από ανάλυση της ελληνικής κατάστασης, σε αναπάντεχες προτάσεις: η λύση στο πρόβλημά μας μπορεί να είναι η αποδοχή της νεοοθωμανικής προοπτικής για αναστήλωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και η συμπόρευσή μας στο νεοαυτοκρατορικό όραμα του Αχμέτ Νταβούτογλου.

Ο κ. Γιανναράς ορθώς χαρακτηρίζει ως αφελή την προσπάθεια των ΗΠΑ να διαδώσουν ήπιες μορφές του Ισλάμ και να επιβάλουν κάποιο βαθμό εκδυτικισμού στο μουσουλμανικό κόσμο. Το Ισλάμ αντιλαμβάνεται την οικουμένη διαιρούμενη σε δύο τμήματα: το νταρ αλ-Ισλάμ που ορίζεται από την ισλαμική σαρία και το νταρ αλ-χαρμπ, που βρίσκεται έξω από το νταρ αλ-Ισλάμ και είναι ο κόσμος των απίστων. Το νταρ αλ-Ισλάμ θα επεκταθεί για να συμπεριλάβει το νταρ αλ-χαρμπ. Ο αγώνας θα είναι ανελέητος, ενώ για τους απίστους επιβάλλεται εξωμοσία, κατάκτηση ή εξόντωση. Πρόκειται για ασυμβίβαστους προς τον δυτικό πολιτισμό τρόπους συμπεριφοράς που δεν αφήνουν χώρο για μετριοπάθεια. Αλλά και ο Αχμέτ Νταβούτογλου απορρίπτει τον σχεδιασμό για μια περιφερειακή υπερδύναμη και οραματίζεται την Τουρκία ως φορέα του ισλαμικού πολιτισμού που θα ηγείται στις χώρες που κάποτε αποτελούσαν τμήματα της κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά τον Αχμέτ Νταβούτογλου η αυτοκρατορική διάσταση της Τουρκίας δεν συμβιβάζεται με τον εκδυτικισμό της. Αλλά και η Τουρκία ως φορέας του ισλαμικού πολιτισμού είναι ουσιαστικά αντίπαλος του δυτικού κόσμου. Παράλληλα, κατά τον Χρήστο Γιανναρά η πολιτιστική συγγένεια των λαών της Ανατολής, στους οποίους και εμείς ανήκουμε αποτελεί προϋπόθεση συνεργασίας μας με τη νέα οθωμανική πραγματικότητα. Έτσι, η Ελλάδα – πάντα κατά τον κ. Γιανναρά – θα μπορέσει κάτω από τη νεοοθωμανική επιρροή και παραμένοντας στην Ευρωπαϊκή Ένωση να παίξει τον ρόλο του διαμεσολαβητή, κάτι που η νέα Οθωμανική Αυτοκρατορία θα έχει ανάγκη. Προφανώς ο κ. Γιανναράς έχει κατά νου τον ρόλο που έπαιξαν οι Φαναριώτες ως διαμεσολαβητές μεταξύ Σαραγιού και δυτικών δυνάμεων κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Ωστόσο, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε εδώ τη μεταχείριση που επεφύλαξε στους Φαναριώτες ο πανικόβλητος Μαχμούτ Β΄ αμέσως μετά την έκρηξη της μεγάλης ελληνικής επανάστασης.

Η πρόταση του κ. Γιανναρά είναι πρωτότυπη και θεωρητικά θεμελιωμένη. Δεν παύει όμως να αποτελεί ένα διανοητικό κατασκεύασμα. Το κύριο έλλειμμά της είναι η παρασιώπηση της κατακτητικής και επεκτατικής διάθεσης του τουρκικού έθνους, αλλά και το ασυμβίβαστο του Ισλάμ προς τον ελληνικό πολιτισμό και τη Δύση. Πώς θα εξασφαλισθεί η συνεργασία με τη Δύση χωρίς αντιπαλότητα; Πώς θα πραγματοποιηθεί η μετατροπή της Ελλάδας σε καταλύτη συμπόρευσης Ανατολής και Δύσης, όπως λέει; Αυτό προϋποθέτει βέβαια την πλήρη μετατροπή του ελληνικού κράτους σε δορυφόρο, αλλά και την ανατροπή της πραγματικότητας που επέβαλαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Πρόκειται και πάλι για την Ελλάδα της Μελούνας; Είναι αυτό ενεργός μετοχή του Ελληνισμού στο ιστορικό γίγνεσθαι; Και τί είδους ελληνικότητα θα διέσωζε τότε το ελληνικό κράτος; Μάλιστα τότε θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίζουμε ως κρατίδιο. Πώς μπορεί η Τουρκία να διεκδικεί τη συνέχεια του Βυζαντίου; Αφήνουμε κατά μέρος το ακανθώδες πρόβλημα του αν η Ελλάδα ανήκει η όχι στη Δύση. Η πρόταση του κ. Γιανναρά μοιάζει με τις σύγχρονες απόπειρες και πρακτικές κατευνασμού της Τουρκίας και μετάλλαξής της σε ευρωπαϊκή χώρα. Πρακτικές που νομίζουμε ότι αποδεικνύονται μάταιες. Άλλωστε, η ανάλυση του κ. Γιανναρά μπορεί να λάβει τελείως αντίθετη κατεύθυνση αν θεωρήσουμε ότι η επιμονή του Αχμέτ Νταβούτογλου στις ισλαμικές πολιτισμικές προϋποθέσεις της Τουρκίας μας δίνει τη δυνατότητα μιας πολιτικής που θα απομονώσει την Τουρκία από τους σημερινούς δυτικούς υποστηρικτές της.

Εμείς, χωρίς να θέλουμε να επαναλάβουμε κοινοτοπίες, πιστεύουμε ότι ως έθνος δεν έχουμε άλλη επιλογή από την προσπάθεια ανάσχεσης της Τουρκίας, όπως μας επιβάλλεται από τον ρεαλισμό και τις αντιστασιακές παραδόσεις μας. Γι’ αυτό δεν μας κουράζει να επαναλάβουμε ότι απαιτείται κατεπειγόντως και αμέσως η προσαρμογή του πολιτικού και του κοινωνικού μας συστήματος στην ανάγκη ανόρθωσης του φρονήματος και της οικονομίας μας και αποκατάστασης της αεροναυτικής ισορροπίας στο Αιγαίο. Κοντολογίς χρειαζόμαστε μια κάθαρση και ένα όραμα.

Πόλεμος πολιτισμών στο Αφγανιστάν.

Το στρατιωτικό αδιέξοδο των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν είναι η επανάληψη μιας γνώριμης ιστορικής συγκυρίας και ενός ιστορικού παράδοξου: ένας εισβολέας με απόλυτη υπεροχή σε μηχανικά στρατιωτικά μέσα και μεγέθη αδυνατεί να καταβάλει έναν αδύναμο αντίπαλo. Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση του Ηρόδοτου για την εκστρατεία του Ξέρξη κατά της Ελλάδας. Ο Ηρόδοτος περιγράφει τα πλήθη της ασιατικής πανστρατιάς και την ακατανόητη για τους Πέρσες συμπεριφορά των Ελλήνων, που αδιαφορούν για την πραγματικότητα των μεγεθών και δεν πτοούνται. Ο Ξέρξης δεν μπορεί να αποδεχθεί την περιφρόνηση των Σπαρτιατών για τον τρόπο που οδηγείται στη μάχη ο τεράστιος στρατός του. Πρόκειται για μια από τις πρώτες προσπάθειες αυτού που σήμερα ονομάζεται πολιτισμική ανθρωπολογία και για μια από τις πρώτες διαπιστώσεις του φαινόμενου της διαφορετικής πρόσληψης της πραγματικότητας από διαφορετικούς λαούς και διαφορετικούς πολιτισμούς. Ο Ηρόδοτος είναι λοιπόν επίκαιρος, αφού και σήμερα οι ΗΠΑ απαιτούν από τον υπόλοιπο κόσμο να σκέπτεται όπως αυτές και επιδιώκουν να μετασχηματίσουν ολόκληρη την υφήλιο σε ομοίωμά τους.

Κατά τη σύγχρονη εποχή η Μεγάλη Βρετανία ταπεινώθηκε από τον Μάχντι στο Σουδάν, την εποχή μάλιστα της μεγάλης ισχύος της. Ανάλογα, οι ΗΠΑ δοκίμασαν την πίκρα της ήττας από τους φτωχούς αγρότες της Νοτιανατολικής Ασίας.
Ειδικά το Αφγανιστάν, μια από τις πιο καθυστερημένες και φτωχές χώρες του κόσμου, έχει χαρακτηρισθεί σαν ο τόπος που οι αυτοκρατορίες καταστρέφονται. Η απορία και η αμηχανία των αμερικανών πολεμιστών θυμίζουν σήμερα την αμηχανία της ρωμαϊκής στρατιάς του Μάρκου Κράσου, όταν αντιμετώπιζε τους αόρατους Πάρθους, που επέμεναν να πολεμούν με τον δικό τους, παράδοξο για τους Ρωμαίους, τρόπο. Ήδη την εποχή της αυτοκρατορικής ιμπεριαλιστικής Αγγλίας ο Κίπλινγκ είχε προειδοποιήσει ότι οι λαμπρές και πολυέξοδες στρατιές των αυτοκρατορικών Ινδιών θα τσακίζονταν από τις ξυπόλυτες ορδές των ορεσίβιων του Αφγανιστάν. Και έτσι έγινε. Κάτι αντίστοιχο συνέβη πριν λίγα χρόνια με τα σοβιετικά στρατεύματα. Σήμερα, η φουτουριστικού τεχνολογικού χαρακτήρα εκστρατευτική δύναμη των ΗΠΑ βρίσκεται αντιμέτωπη με αυτοκτονικούς πολεμιστές ζωσμένους με εκρηκτικά, αποκεφαλισμούς μαγνητοσκοπημένους για την τηλεόραση, ανθρώπινες ασπίδες και τρομακτικές σπηλιές στην απίθανη περιοχή της Τόρα Μπόρα, απ’ όπου εξαπολύονται θανατηφόροι δαίμονες. Η απορία των σύγχρονων αμερικανών που πολεμούν τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν φθάνει μέχρι τη φαντασίωση ότι πολεμούν σε μια κατά μέτωπο σύγκρουση πολιτισμών από διαφορετικούς γαλαξίες. Και σχεδόν έτσι είναι.

Τα προηγούμενα τριάντα χρόνια οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους ενεργούν ως παγκόσμιος χωροφύλακας και πολεμούν συνεχώς σε όλο τον πλανήτη. Οι ΗΠΑ συμπεριφέρονται ως πολεμικό έθνος. Η πολεμική δραστηριότητα των ΗΠΑ υποστηρίζεται από μία πρωτοφανή εξοπλιστική προσπάθεια στην οποία έχουν δαπανηθεί κυριολεκτικά τρισεκατομμύρια δολαρίων. Η επιθετική διάθεση των ΗΠΑ τρέφει τις πιο τολμηρές ιδέες για την ανάπτυξη υπερτεχνολογικών οπλικών συστημάτων, τα οποία πιστεύεται ότι θα εξασφαλίσουν απόλυτη στρατιωτική κυριαρχία, όχι μόνο για την αντιμετώπιση ενός αντιπάλου, αλλά και για την ταυτόχρονη διεξαγωγή πολέμων σε κάθε σημείο του πλανήτη. Για παράδειγμα, η εταιρεία Boeing ετοιμάζεται να εφοδιάσει ολόκληρο τον αμερικανικό στρατό με προηγμένο σύστημα κατόπτευσης ελέγχου πυρός και αλληλοϋποστήριξης ρομποτικών συστημάτων, ώστε να πολλαπλασιασθούν οι επιχειρησιακές του δυνατότητες. Παράλληλα, μετά τα πανάκριβα παγκόσμιας εμβέλειας B-1 και Β-2, τα αεροπορικά συστήματα της επόμενης γενιάς περιλαμβάνουν ένα φουτουριστικό μισό διαστημόπλοιο – μισό βομβαρδιστικό που θα κινείται στα όρια της στρατόσφαιρας με υπερηχητική ταχύτητα και θα είναι ικανό να παρέμβει σε κάθε στιγμή σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη. Μία πρόγευση του πώς σκοπεύουν να διεξαγάγουν τους μελλοντικούς πολέμους τους οι ΗΠΑ είναι η ψηφιακή υποστήριξη των μαχόμενων δυνάμεων στο Αφγανιστάν από βάσεις που βρίσκονται στο μητροπολιτικό έδαφος των ΗΠΑ: οι βομβαρδισμοί ελέγχονται από χειριστές σε οθόνες στην Καλιφόρνια και οι μαχητές συντονίζονται από υπολογιστές στο Τέξας. Οι πολεμικές προσπάθειες υποστηρίζονται από ειδικές υπηρεσίες που διαθέτουν πρόσβαση σε δεξαμενές σκέψης ικανές για επινόηση των κατάλληλων τεχνικών για τη διεξαγωγή του πολέμου, τον χειρισμό της κοινωνικής ψυχολογίας, των οικονομικών πόρων και του πολιτικού περιβάλλοντος. Όχι λιγότερες από 16 υπηρεσίες πληροφοριών, στελεχωμένες με επιστημονικό προσωπικό, υποστηρίζουν τη στρατιωτική μηχανή με ένα προϋπολογισμό που υπερβαίνει τα 55 δισεκατομμύρια δολάρια για το έτος 2009.

Η λατρεία της τεχνολογίας εκφράζει τις πεποιθήσεις της προηγούμενης δεκαετίας, όταν επικράτησε η αντίληψη ότι η τεχνολογική αμερικανική στρατιωτική υπεροχή θα έδινε στις ΗΠΑ τη δυνατότητα να επεμβαίνουν αποτελεσματικά, αόρατα και χωρίς απώλειες, οπουδήποτε. Είχε επικρατήσει τότε η αντίληψη ότι η προληπτική χρήση των πολεμικών μέσων των ΗΠΑ θα εξασφάλιζε την παγκόσμια κυριαρχία τους επ’ αόριστον. Ο πόλεμος στο Ιράκ και η αντίσταση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν διέψευσαν αυτές τις φαντασιώσεις. Ήδη ο πολιτισμικός παράγοντας, η επιστροφή στις ιδέες της ταυτότητας και της καταγωγής, ο σεβασμός προς την παράδοση και την πίστη απόδειξαν και πάλι ότι συνεχίζουν να μπορούν να κινητοποιηθούν ως πανίσχυροι παράγοντες, ακόμη και σε ένα σύγχρονο στο έπακρο τεχνολογικό πόλεμο. Ακόμη και η εντύπωση ότι με επιστημονικά μέσα είναι δυνατή η γνώση όλων των παραμέτρων που κινητοποιούν τον αντίπαλο, αποδείχθηκε αυταπάτη. Διαψεύδονται οι προσπάθειες για πολιτισμική ομογενοποίηση του κόσμου και μάλιστα διαπιστώνεται η επιβίωση αρχέγονων αντιλήψεων, που στις δυτικές κοινωνίες θεωρούνται αδιανόητες και ιστορικά ανύπαρκτες. Η απίστευτη εικονομαχική πρακτική των Ταλιμπάν δεν μπορεί με τίποτε να γίνει κατανοητή. Αναφέρομαι στην καταστροφή των γλυπτών του Μουσείου της Καμπούλ και των αγαλμάτων στην κοιλάδα Μπαμιάν από τους Ταλιμπάν. Αποτροπιασμό γεννούν οι ανατινάξεις σχολείων, η απαγόρευση της μουσικής, οι ακρότητες που δεν μπορούν να εξηγηθούν ούτε ως πρωτόγονος ισλαμισμός, ούτε ως μηδενιστική αντίδραση. Ωστόσο ανάλογο αποτροπιασμό θα πρέπει να αισθάνεται και κάποιος εξωτερικός παρατηρητής μπροστά στις γενοκτονίες ή στην ανατροπή της οικολογικής ισορροπίας στον πλανήτη, γεγονότα για τα οποία υπεύθυνη είναι η Δύση. Αγνοήθηκαν οι συνετές φωνές οι οποίες μετά την επανάσταση της Περσίας επέμεναν ότι φαινόμενα, όπως η εμφάνιση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν παρά μόνο με μια σκέψη τελείως ξένη προς τον δυτικό τρόπο σκέψης. Αρκετοί είδαν τους πολέμους στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και σήμερα στο Πακιστάν, σαν μια σύγκρουση πολιτισμών, όπου μια αρχαϊκή θεοκρατία αντιμετωπίζει μία σύγχρονη πλούσια και τεχνολογικά υπεραναπτυγμένη υπερδύναμη. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι δυνατό να γίνει κατανοητό με την ορθολογική αντίληψη μόνον, αλλά χρειάζεται και την συμπλήρωση της πολιτισμικής συνιστώσας.

Η θεμελιώδης και σταθερή επιδίωξη της Δύσης να μεταμορφώσει τον κόσμο σύμφωνα με τις αρχές που θεωρεί ορθολογικές και πάλι δεν φαίνεται να οδηγείται σε επιτυχία. Η επιδίωξη της ισχύος και η χρήση της είναι επικίνδυνη για τις ίδιες τις δυτικές κοινωνίες. Προσπαθώντας να κατανοήσουν τις άλλες κοινωνίες οι ΗΠΑ ίσως μετασχηματιστούν για να γίνουν πιο ανθρώπινες στις επιδιώξεις τους και να μπορέσουν έτσι πραγματικά να ανταποκριθούν στον ανθρωπιστικό σκοπό που διατείνονται ότι υπηρετούν.