Τετάρτη 9 Ιουνίου 2010

Ελληνικό αδιέξοδο.

Η σοβαρή δημοσιονομική κρίση που περνά η χώρα μας και η γενικότερη οικονομική ύφεση είναι το αποκορύφωμα των προβλημάτων που ταλανίζουν την οικονομία μας. Πολλές ευθύνες για τα προβλήματα αυτά φέρει το πολιτικό μας σύστημα, που όχι μόνο εν πολλοίς τα δημιούργησε, αλλά και δεν κατορθώνει να τα αντιμετωπίσει.

Τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας φαίνονται στη μόνιμη ύπαρξη ελλειμμάτων στους κρατικούς προϋπολογισμούς. Κύριος λόγος της ελλειμματικής λειτουργίας του ελληνικού κράτους είναι, βέβαια, η επιμονή μας να ζούμε πάνω από τα μέτρα που ο πλούτος που παράγουμε μας επιτρέπει. Με απλά λόγια, η μόνη λύση στο σημερινό μας πρόβλημα είναι να ξοδεύουμε λιγότερα και να παράγουμε περισσότερα. Αυτό έγινε κατανοητό, όταν πια φθάσαμε να μην μπορούμε να εξυπηρετήσουμε τα κολοσσιαία δάνεια τα οποία συσσωρεύσαμε και κατασπαταλήσαμε σε λειτουργικές ανάγκες και σε παροχές. Τώρα, κάτω από την πίεση των δανειστών μας, προσπαθούμε να εξορθολογίσουμε το οικονομικό χάος που δημιουργήθηκε. Βρισκόμαστε έτσι σε μια εξαιρετικά δυσμενή χρονική συγκυρία, κατά την οποία είμαστε υποχρεωμένοι να μειώσουμε τις δανειακές μας ανάγκες στο 1/4 του εξωφρενικού ποσού που σήμερα δανειζόμαστε κάθε χρόνο και μάλιστα, να το επιτύχουμε αυτό μέσα σε 4 χρόνια.

Ήδη έχουν ληφθεί βαρύτατα μέτρα περιορισμού των δαπανών που αποσκοπούν στον περιορισμό των κρατικών αναγκών σε δανεισμό και σε άμεση συρρίκνωση των δανειακών αναγκών. Όμως η ελληνική οικονομία εισήλθε σε στάδιο ύφεσης και τμήματα του ελληνικού λαού αναγκάζονται να υποβαθμίσουν το βιοτικό τους επίπεδο, ενώ μεγάλο τμήμα του εργατικού μας δυναμικού θα περιπέσει σε ανεργία και θα απαξιωθεί. Πρόκειται για οικονομική πολιτική που χρησιμοποιεί την ύφεση ως εργαλείο εξισορρόπησης του οικονομικού συστήματος. Κατά την τρέχουσα οικονομική αντίληψη ο περιορισμός των δαπανών και η συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών θα οδηγήσουν νομοτελειακά σε ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας , σε ανάπτυξη, σε αύξηση των εξαγωγών και βελτίωση των οικονομικών μεγεθών. Ωστόσο, η κατάσταση αυτή είναι πιθανόν να φέρει το σύνολο της οικονομίας σε μαρασμό που θα κρατήσει πολλά χρόνια. Η ύφεση θα περιορίσει τις δανειακές ανάγκες, θα μειώσει όμως και τα κρατικά έσοδα, ώστε η τελική ωφελεία να μην είναι ικανή να αποπληρώσει και να περιορίσει τα δάνεια. Βέβαια η πολιτική της σκληρής λιτότητας φαίνεται να είναι μονόδρομος, αφού η δυνατότητά μας να συνεχίσουμε την ανεύθυνη πρακτική των δανείων έχει εξαντληθεί. Δεν υπάρχει άλλη βραχυπρόθεσμη διέξοδος και υπέρβαση της κρίσης από την περικοπή των κρατικών δαπανών.

Ωστόσο, ο περιορισμός των δαπανών δεν θα επαρκέσει για την υπέρβαση της κρίσης και μόνος του μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερα ταμειακά προβλήματα. Η υπέρβαση της κρίσης απαιτεί και παραγωγή πλούτου, που σημαίνει οικονομική ανάπτυξη. Η παραγωγή πλούτου και η ανάπτυξη εξαρτώνται βέβαια από την πραγματοποίηση επενδύσεων, τις οποίες υποτίθεται ότι θα κάνουν ελκυστικές τα μέτρα πειθάρχησης της οικονομίας και συγκράτησης του κόστους παραγωγής. Η παραγωγή πλούτου δεν σημαίνει μόνο την υποστήριξη των υπαρχόντων παραγωγικών κλάδων της ελληνικής οικονομίας, αλλά και την ανάπτυξη της μεταποίησης και της παραγωγικής βάσης, η οποία κατέρρευσε με την είσοδό μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά, και οι πολιτικές επιλογές της κρίσιμης δεκαετίας του 1980 οδήγησαν σε ανυπαρξία παραγωγικών επενδύσεων, ώστε η εθνική οικονομία να περιορισθεί κατά βάση στον τριτογενή τομέα, αυτόν των υπηρεσιών. Η ελληνική βιομηχανική παραγωγή παραμένει για 30 σχεδόν χρόνια στάσιμη. Υποστηρίχθηκε ότι δεν έχουμε βιομηχανική παράδοση και ότι οι βιομηχανικές δραστηριότητες στη χώρα μας είναι για πολλούς λόγους ανέφικτες. Έτσι, η παρασιτική μας ένταξη στο ευρωπαϊκό οικονομικό σύνολο έγινε χωρίς να έχουμε την ικανότητα της ανταγωνιστικής παραγωγής αγαθών και κατέληξε σε παρασιτικό καταναλωτισμό. Αγνοήσαμε, λοιπόν, τη σημασία της σωστής ποιοτικής παραγωγής απτών αγαθών και κατασπαταλήσαμε τεράστιους πόρους. Όχι μόνο δεν δημιουργήσαμε μια παραγωγική βάση, αλλά καταστρέψαμε και την αδύναμη βιομηχανική δραστηριότητα που είχαμε δημιουργήσει μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Αυτά που παράγουμε δεν είναι ποιοτικά και δεν είναι ανταγωνιστικά. Φθάσαμε έτσι να εξάγουμε μικρό ποσοστό της εθνικής παραγωγής και σχεδόν τίποτε σε ό,τι αφορά κατεργασμένα σύνθετα προϊόντα. Στην εσωτερική αγορά τα ξένα προϊόντα εκτοπίζουν τα δικά μας. Καταλήξαμε σε μια οικονομία χαμηλής ποιότητας υπηρεσιών και αγνοήσαμε τη σωστή, ποιοτική, παραγωγή αγαθών.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από μια ιδιότυπη μορφή υπανάπτυξης : παρά την παρουσία ενός ικανού, με σύγχρονη εκπαίδευση εργατικού δυναμικού, τα προϊόντα τα οποία η χώρα παράγει είναι χαμηλής τεχνολογικής μορφής και δεν έχουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Χαρακτηριστική είναι η παντελής έλλειψη μηχανοκατασκευαστικής δραστηριότητας στην ελληνική οικονομία, όπως και η απουσία μεταβιομηχανικών δραστηριοτήτων. Με άλλα λόγια, παρά την υπάρχουσα δυναμική, που θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα σε επίπεδα συγκρίσιμα με αυτά μικρών δυναμικών χωρών της Δυτικής Ευρώπης ή της Νοτιοανατολικής Ασίας, η χώρα παραμένει προσκολλημένη σε παρωχημένες μορφές οικονομικής ανάπτυξης και αδυνατεί να ενταχθεί ισότιμα και ανταγωνιστικά στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Εξάλλου, η οικονομική ευρωστία είναι σήμερα προϋπόθεση εθνικής ανεξαρτησίας, όπως και είναι η βάση της ισχύος η οποία κάνει τη χώρα σεβαστή.

Τι μπορούμε λοιπόν να κάνουμε;

Ο περιορισμός των δαπανών, που ήδη εφαρμόζεται, φαίνεται να είναι κάτι το απλό μπροστά στην ανάγκη να αυξήσουμε την παραγωγή πλούτου, δηλαδή να αναστήσουμε την μεταποίηση και να ενισχύσουμε τις βιομηχανικές δραστηριότητες. Θα πρέπει, λοιπόν, να παραιτηθούμε από αυτές τις οικονομικές και παραγωγικές δραστηριότητες; Αυτό όμως θα σήμαινε την αποδοχή της περιθωριοποίησης και της οικονομικής ανέχειας. Δεν υπάρχει όπως φαίνεται άλλη διέξοδος: είναι κατεπείγουσα η ανάγκη ριζικού εκσυγχρονισμού και ένταξής μας στον σύγχρονο κόσμο. Αυτό, παρ’ όλο που φαίνεται δύσκολο, το έχουμε κατορθώσει κατ’ επανάληψη κατά την ιστορική μας πορεία και μάλιστα σε εποχές που στερούμεθα πολιτικής ανεξαρτησίας.

Σήμερα ο ριζικός εκσυγχρονισμός μας δεν μπορεί να γίνει παρά με την καθοδήγηση και ηγεσία ενός πολιτικού συστήματος, που βέβαια θα πρέπει να έχει αποβάλει τα μειονεκτήματα του παρόντος. Βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις. Ριζικά μέτρα πρέπει να ληφθούν κατεπειγόντως. Είναι, λοιπόν, σε αυτή την κρίσιμη καμπή αναγκαία η κάθαρση. Η διαφθορά πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Η δημαγωγία και η μετριότητα πρέπει να αποδοκιμασθούν από το εκλογικό σώμα. Νέα πρόσωπα πρέπει να αναδυθούν. Αυτά προϋποθέτουν, ούτε λίγο ούτε πολύ, τη διατύπωση ενός νέου οράματος.

Πιστεύουμε ότι οι δυνατότητες του Ελληνισμού για επιβίωση είναι τεράστιες. Από αυτές πρέπει να αντλήσουμε τη σταθερότητα και τη σοβαρότητα μιας πολιτικής που θα μας οδηγήσει στην ανάκτηση της χαμένης αξιοπιστίας μας.